Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Όπως και αν έχη τούτο, η αδελφή Σιξτίνα είχεν επαρθή εις τοιούτον υπεράνθρωπον σημείον εις την τέχνην ταύτην της σιωπής, ώστε καθ' ην στιγμήν ανένηψε και ενεθυμήθη ότι ήτο ανθρωπόμορφον πλάσμα και ώφειλε να απαντά τουλάχιστον εις τας απευθυνομένας αυτή ερωτήσεις, τότε μόνον παρετήρησεν ότι ο λάρυγξ αυτής ετραύλιζεν, η γλώσσα είχε καταστή ψελλή, τα δε χείλη εστρεβλώθησαν.
— Είμαι η αδελφή Καρμήλη, είπε, και έλαβον ευχήν από την ηγουμένην να αντικαταστήσω τακτικώς την αδελφήν Σιξτίναν εις την διακονίαν ταύτην. Η Αϊμά υπεκλίθη. — Τούτο εφρόντισεν η ηγουμένη διά την σωτηρίαν σου, διά να μη αμαρτήσης. Τα βιβλία λέγουν· &βαριτάτεμ δίξιτ λίγγουα μέα&. — Και η αδελφή Σιξτίνα; ηρώτησε μετά λύπης η Αϊμά. — Δεν θα έλθη πλέον, απήντησεν η Καρμήλη.
Η Βεάτη ήτο ηναγκασμένη να βαδίση ψηλαφίνδα, να καταβή την σεσαθραιμένην κλίμακα, να διέλθη τους σκοτεινούς εκείνους διαδρόμους δι' ων από μακρού χρόνου δεν είχε διαβή. Εν τη αμηχανία της εσκέφθη να κρυβή εις την κόγχην την όπισθεν της θύρας του προθαλάμου, και να περιμείνη μέχρις ου εξέλθη η Σιξτίνα, αφού, ως επίστευεν, έμελλε να εξέλθη αύτη.
Αν ενεφανίζετο αίφνης υπερφυής τις δύναμις, ήτις να τη επιβάλη ως απαραίτητον χρέος το να φανή εφάπαξ ειλικρινής, η Σιξτίνα και αν επεθύμει, δεν ηδύνατο να κατορθώση τούτο. Το ψεύδος και η υπόκρισις είχον καταστή παρ' αυτή δευτέρα φύσις, θάττον δε ηδύνατό τις να αποσπάση απ' αυτής την ψυχήν ή την μακροχρόνιον ταύτην έξιν.
Η Σιξτίνα υπεκλίθη και ανάψασα το δέλετρον ητοιμάσθη ναποχωρήση. Η ηγουμένη τη έδωκε το κλειδίον του ναού ειπούσα αυτή· — Πάρε το κλειδί, και ύπαγε νανοίξης. Είνε η ώρα του όρθρου. Θα περάσης από το κελλί της αδελφής Φεβρωνίας. Εξύπνισέ την διά να σημάνη τους κώδωνας. Η αδελφή Σιξτίνα εξήλθε σιωπηλή. Μείνασα η ηγουμένη μετά της Αϊμάς τη είπε· — Τι σου έλεγε, κόρη μου, η Σιξτίνα;
— Αλλ' όμως ελησμονήσαμεν την ομιλίαν μας την πρώτην, είπε. — Ποίαν ομιλίαν; — Διά την Σιξτίναν. Η Αϊμά εσίγησε. — Δεν μοι είπες τι σοι έλεγεν η Σιξτίνα, επανέλαβεν η ηγουμένη. — Δεν μοι έλεγε τίποτε, εψέλλισεν η Αϊμά. — Πρέπει να είσαι δικαία. Με ηρώτησες, σοι είπα όσα είξευρα. Εάν δεν σ' ευχαρίστησαν εντελώς, δεν πταίω εγώ.
Αν τουναντίον, παρά πάσαν πιθανήν εικασίαν, εξήρχετο εκ του θαλάμου η Σιξτίνα, τότε η Βεάτη δεν ηδύνατο να φοβηθή το τεχνητόν σκότος, όπερ προεκάλει όπισθεν της νυκτοβάτιδος το ημιφαές δέλετρον, και η ανιχνεύτρια έμελλε να οδηγηθή διά της αντιλαμπής του φωτός πλειότερον ή η Σιξτίνα διά της ορθής αυτού λάμψεως. Ταύτα διανοηθείσα η Βεάτη, απεφάσισε να παραμείνη.
Ήτο η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξετέλει χρέη νοσοκόμου εν τη μονή. Η Βεάτη διενοήθη ότι αύτη βεβαίως θα ανέλαβε να υπηρετή την έγκλειστον εις τα προς τροφήν και πάσαν άλλην διακονίαν του σώματος, και διά τούτο ήρχετο ενταύθα. Η Βεάτη εκόλλησεν όπως ηδυνήθη εις την κόγχην της θύρας. Άλλως θα ήτο ήδη σκότος, διότι είχε σβέσει την δάδα.
— Ω, Θεέ μου, Θεέ μου! — Διατί φοβείσαι τόσον; Μήπως τα παρελθόντα επανέρχονται; — Ω, επανέρχονται είπεν η Αϊμά. Τω όντι, αυτός, αυτός είνε. — Ποίος αυτός; ηρώτησεν η Σιξτίνα, διεγερθείσης της περιεργείας της εκ της τελευταίας φράσεως. — Τίποτε, είπεν η Αϊμά, μεταμεληθείσα. Τίποτε. — Αλλ' ομιλείς μυστηριωδώς, τέκνον μου. Δεν εννοώ. — Ω, όχι. — Θα μοι είπης λοιπόν;
Ω Θεέ μου! ακόμη είμαι παγωμένη, είπε ψυλαφώσα το σώμα με τας χείρας αυτής. — Δεν γίνεται να είσαι παγωμένη, είπε μειδιώσα η Σιξτίνα. Εδώ κάμνει ζέστην, και ο χειμώνας μας πέρασεν. Έτσι σου φαίνεται. — Ω Θεέ μου! — Και έπεσες εις το νερόν; — Ναι. — Ήτο βαθύ; — Πρέπει να ήτο πολύ βαθύ. — Και πώς δεν επνίγης; — Αυτό δεν ειμπορώ ακόμη να εννοήσω, είπεν η Αϊμά. Τι έγεινε δεν ειξεύρω.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν