Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025
Η αδελφή Σιξτίνα, φοβουμένη μη την κατασκοπεύωσι μακρόθεν, έφερεν ένα εκ των ετεροπλεύρων εκείνων φανών, των φωτιζόντων τα έμπροσθεν του βαστάζοντος, καθιστώντων δε βαθύτερον το όπισθεν σκότος. Δεν εστράφη να ίδη οπίσω της θύρας, ήτο δε και αδύνατον να φαντασθή, ότι ήτο τις ενταύθα. Αν και δεν ηρκέσθη βεβαίως εις την υπόνοιαν ότι ήλθεν ο βρυκόλαξ, δεν συνέλαβεν όμως αλλοίαν υποψίαν.
— Δεν θυμούμαι τίποτε. — Ήσουν πολύ μικρή τότε. — Δεν θυμούμαι. — Και όμως, είπε βιάζουσα την γλώσσαν η Σιξτίνα, διότι ησθάνετο δυσκολίαν όπως κινή αυτήν, αν και ήσουν μικρή, έπρεπε να θυμάσαι. — Διατί; — Διότι έκαμες εις τα χέρια μου. — Πώς; — Έζησες καμπόσους μήνας σιμά μου. — Εγώ; — Ναι. — Πότε; — Εις εκείνον τον καιρόν. — Πού; — Σοι το είπα, εις την Ρόδον. Η νεάνις εκίνησε τους ώμους.
Η Βεάτη εσκέφθη ότι ίσως η ξένη εκοιμάτο, και αφού το πράγμα ούτως είχεν, η Σιξτίνα μη έχουσα ν' αποτείνη τον λόγον πρός τινα, δεν ήτο ανόητος να ομιλή μόνη της, και ούτω συνέβαινεν ώστε αυτή, η Βεάτη, καίπερ τείνουσα υπερμέτρως τα ώτα, ουδέν όμως ήκουεν. Η εικασία αύτη εφάνη εις την Βεάτην η λογικωτάτη, εξ όσων είχε κάμει ποτέ. Εν τούτοις ηκροάτο εισέτι.
Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.
Εν τούτοις έμελλε να παρουσιασθή περίστασις, καθ' ην ήθελον ανατραπή πάσαι αι μεθοδείαι και αι τέχναι αύται, και η αδελφή Σιξτίνα έμελλε να χάση και αυτή την πυξίδα της. Ότε εξήλθε τελεία εκ του σεμιναρίου του «Ύδατος της σιωπής», η αδελφή Σιξτίνα είχεν ακολουθήσει απόσπασμά τι του τάγματός της εις την Ανατολήν, των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου.
— Ενθυμούμαι... και κάτι άλλο ... αλλ' είνε όνειρον. — Όνειρον; επανέλαβεν η Σιξτίνα. — Πολύ κακόν, πολύ φρικτόν όνειρον, είπεν επιμόνως η νέα. — Και δεν θέλεις να το είπης; — Ω, δεν ειμπορώ. Δεν ειμπορώ ουδέ να το ενθυμηθώ. — Δοκίμασε, κόρη μου. — Είνε ανάγκη; είπεν η Αϊμά φρικιώσα. — Είνε ανάγκη. Χωρίς να ειξεύρω όσα ενθυμείσαι εκ του βίου σου, δεν ειμπορώ να σε βοηθήσω εις τίποτε.
Αλλά περιέμεινε μέχρις ου η Σιξτίνα καταβή και την τελευταίαν βαθμίδα, και επειδή έμελλε τότε αύτη να στραφή επικάρσια όπως εύρη την θύραν, η Βεάτη ήθελεν ελλαμφθή υπό του φωτός του δελέτρου, όπως καταβή αφόβως την κλίμακα. Τούτο και έπραξεν. Αλλά δυστυχώς καθ' ην στιγμήν η Βεάτη επάτει εις την δευτέραν εκ των άνω βαθμίδα, η σανίς έτριξε, και η αδελφή Σιξτίνα εκπλαγείσα εστράφη να ίδη.
Η προστριβή και ο κρότος του σιδηρού εργαλείου αντήχησε βραχνώς υπό τον λίθινον θόλον. Η θύρα ηνοίχθη μετά βαρέος τριγμού. Η Βεάτη προέβαλε γοργώς την κεφαλήν όπισθεν της Σιξτίνης και προσεπάθησε να ίδη τα εντός του ανοιχθέντος θαλάμου. Αλλ' όσον άπληστον και αν ήτο το βλέμμα της ουδέν προέλαβε να ίδη. Η αδελφή Σιξτίνα έκλεισεν αύθις την θύραν και σκότος βαθύ αποκατέστη.
Εν τούτοις φοβηθείσα μη απολέση τα πάντα, ενόησεν ορμεμφύτως ότι ώφειλε να υποχωρήση προς καιρόν. Αλλ' η Αϊμά κατείχετο και αυτή υπό υψίστου διαφέροντος. Ήλπιζε ν' ακούση τι παρά της Σιξτίνης περί της τύχης της. Επάλαιε δε μεταξύ διττών αισθημάτων. Η Σιξτίνα τη είπεν· — Ας αναβάλωμεν, κόρη μου, αφού δυσκολεύεσαι να το είπης.
— Αϊμά, απήντησεν η φωνή. — Αϊμά; Αυτό είνε το όνομά σου; — Αυτό. — Ευχαριστώ. Και η Βεάτη απεμακρύνθη. Η Σιξτίνα. Ότε η Βεάτη έφθασεν εις το κατώτερον πάτωμα, ήκουσεν όπισθέν της το βήμα της Σιξτίνης, ήτις ανέβαινε διά της κλίμακος με το σοβαρόν βήμα της, κρατούσα τη ετέρα των χειρών το περίφημον μονόφωτον δέλετρόν της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν