United States or Vatican City ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην μίαν αυγήνσυνήθιζε την αυγήν να παίρνη νερό από το πηγάδι του χωρίουεπανήρχετο μετά της λαγήνου εις την οικίαν της βιαστική και την υδρίαν επί του ώμου κεκλιμένην βαστάζουσα διά της χειρός· η ετέρα εκρέματο προς τα κάτω υπό το βάρος του εκ λευκοσιδήρου κουβά. Ούτω πως εύμορφα κλίνουσα την κεφαλήν της υπό το βάρος της υδρίας προς το στήθος της έσπευδε.

Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της, ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη και εις την αστυνομίαν.

Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη αυτή.

Και εξηκολούθουν ακόμη να διασταυρούνται εις τους φούρνους, ιδίως μεταξύ των γυναικών, αι παραδοξότεραι φήμαι. Είδαν πολλαί την Κουκκίτσαν να μαγειρεύη εις το σπίτι του παπά, άλλαι την είδαν να σαρόνη, τυλιγμένη την κεφαλήν με μίαν άσπρην πετσέτα. Άλλαι την είδαν να πηγαίνη εις το Κάστρο, βαστάζουσα το δισσάκι με τα ιερά του παπά-Κονόμου.

Μετ' ολίγον εξήλθεν η παρθένος από το ιερόν βαστάζουσα θυμιατήριον εσβεσμένον και θυμιάζουσα τάχα. Και τότε την είδε κατά πρόσωπον ο παπά-Κονόμος. Έβλεπε τότε εκπληρούμενον τον πόθον του τον βαθύν. Έβλεπε την κόρην του. Ήτο απαράλλακτος η Κουκκίτσα. Η κόμη της, τα μάτια της, τα ανάστημα.

Μεγάλην και ιεράν ανακούφισιν ησθάνετο η πολυπαθής γυνή, όταν συνέβαινε, μετά της μικράς πομπής του ιερέως, προπορευομένου του Σταυρού, ν' ακολουθή βαστάζουσα εις τας χείρας της η ιδία, ως φιλεύσπλαγχνος και συμπονετική οπού ήτον, το εν είδει λίκνου μικρόν φέρετρον. Προέπεμπε το θυγάτριον μιας γειτόνισσας, ή μακρυνής συγγενούς, μέχρι του τάφου.

Η Βεάτη συνεμαζεύθη όπως καλλίτερον ηδύνατο παρά την γωνίαν της, αλλ' η αδελφή Σιξτίνα, ήτις εξήλθε βαστάζουσα το δέλετρον, δεν διηύθυνε το βλέμμα μακράν. Εστράφη ευθύς οπίσω, εισήγαγε την κλείδα εις το κλείθρον, αντήχησεν εκ νέου ο πένθιμος εκείνος τριγμός, έθηκε την κλείδα εις το θυλάκιόν της, και στραφείσα διηυθύνθη εις την κλίμακα.