United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ψυχή του και η καρδία του ήσαν αλλού και εις τον κόσμον τίποτε άλλο δι' αυτόν δεν υπήρχεν ειμή η αγνή Λίγεια. Την απώθησε και της είπε: — Όποια και αν είσαι, αγαπώ άλλην και δεν σε θέλω. Αλλ' εκείνη κλίνουσα προς αυτόν την κεφαλήν είπε: — Σήκωσε τον πέπλον μου . . .

Αλλ' αύτη εσίγα. Το πλήθος κατείχετο υπό μεγίστης περιεργείας. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη ότι ήθελεν αποσιωπήσει η Αϊμά τα συμβάντα. Εν τω μεταξύ η Εφταλουτρού, χωρίς μηδείς να την παρατηρήση, είχε λάβει την ράβδον της υπό μάλης, είχεν οξύνει το βήμα της και έφυγεν ηρέμα, κλίνουσα με την ετέραν των πλευρών προς την γην. Τούτο συνέβη από της πρώτης στιγμής καθ' ην ενεφανίσθη ο Μάχτος.

Θαρρείς και ανήλθες εις κυανούν της Μεσογείου θαλασσοπέδιον, υψηλά, προς τας κρυεράς αύρας, προς τα ολόδροσα μελτέμια. Η σκούνα, με όλα τα πανιά, χαριέντως κλίνουσα προς την μίαν πλευράν, ως επί κυανής κλίνης με το πλευρόν νύμφη, λοξοδρομούσα, προσεγγίζει οτέ μεν προς την Θράκην, οτέ δε προς την Ανατολήν. Ο Μαρμαράς, κατάξηρος, με τα λατομεία του και με τους κολιούς του τους μαρμαρινούς.

Ενίοτε θηλάζει το βρέφος της, καλύπτουσα δια της χειρός το ημιανοικτόν στήθος. Δεν είναι βεβαίως ωραία η γειτόνισσά μου, αλλ' ότε κλίνουσα την κεφαλήν αναπαύει ευφροσύνως το βλέμμα εις τους ανοικτούς οφθαλμούς του θηλάζοντος τέκνου της, με μειδίαμα αφάτου αγάπης εις τα χείλη, τότε μεταμορφούται το πρόσωπόν της. Την εξωραΐζει η μητρική στοργή! Μένω τότε ενώπιόν της και την βλέπω.

Η Ποππέα κλίνουσα την χρυσήν κεφαλήν της έφερεν εις τα χείλη της την χείρα του Νέρωνος, και την εκράτησεν ούτως επί μακρόν χωρίς να είπη λέξιν. Αλλ' ο Νέρων παρετήρει προσεκτικώς προς το μέρος του Πετρωνίου, εις τον έπαινον του οποίου μόνον έδιδε σημασίαν.

Όλοι εσιώπον εκ της αγωνίας δι' εκείνο το οποίον έμελλε να συμβή. Κατ' αρχάς, ηκούσθη βαθύς στεναγμός τον οποίον έβαλεν μία υποχθόνιος φωνή. Η Ηρωδιάς την ήκουσεν από την άλλην άκραν του παλατίου. Ηττημένη από έν θέλγητρον ακαταμάχητον, διέσχισε τα πλήθη και στηρίζουσα την μίαν της χείρα επί του ώμου του Μαναή και κλίνουσα προς τα εμπρός το σώμα ηκρωάτο. Η φωνή έλεγεν.

Μα πού ένε; εψιθύρισε μετά πείσματος η λυγερή, ωσεί κεντηθείσης τώρα αίφνης της περιεργείας της. Και ανέτεινε κλίνουσα εδώ κ' εκεί την κεφαλήν, ως το πουλάκι από τίνος κλαδίου κατασκοπεύον. Όμως εκείθεν ήρχοντο οι ήχοι της φλογέρας, υπό τους στύλους εκείνους και τόσον μαλακοί τόρα, ώστε ηδύνατο κανείς ν' απατηθή, νομίζων ότι ήτο φύσημα του ανέμου παίζον εις τα φύλα της ράπης.

Η χιών είχε συνενώσει όλα αυτά εις μίαν επιφάνειαν· και ότε ο Μπάρμπα-Σταύρος εγένετο άφαντος, είχε πατήσει επί της χιονώδους επιφανείας της συνενούσης την άκραν του βράχου μετά της κατωφερείας, χωρίς να επακκουμβά αύτη επί του στερεού εδάφους της γης· εξείχε δηλαδή από της άκρας του βράχου η χιών κλίνουσα ως κλίνει εν ταις στέγαις των οικιών, αστήρικτος.

Πλην μίαν αυγήνσυνήθιζε την αυγήν να παίρνη νερό από το πηγάδι του χωρίουεπανήρχετο μετά της λαγήνου εις την οικίαν της βιαστική και την υδρίαν επί του ώμου κεκλιμένην βαστάζουσα διά της χειρός· η ετέρα εκρέματο προς τα κάτω υπό το βάρος του εκ λευκοσιδήρου κουβά. Ούτω πως εύμορφα κλίνουσα την κεφαλήν της υπό το βάρος της υδρίας προς το στήθος της έσπευδε.