Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Ενώ εσήκωνε και έδενε τα κλήματα εις τους στύλους, επλησίασε το ερπετόν και τον εδάγκωσε εις τον μεγάλον δάχτυλον και αυτό μεν επρόφθασε και εκρύβη πάλιν, ο δε αμπελουργός ήρχισε να φωνάζη από τρομερούς πόνους.

Πάνω και μακρύτερ' από την Εφιδρυάδα έν' άλλο θηλυκό τραβώντας τα μαλλιά της παρουσιάζεται ανάμεσα στους πλεγμένους γύρω με γιρλάντες κληματαριάς στύλους παρθένου άλσους.

Περνούσε τους αιχμηρούς στύλους, ερχότανε κάτω από το πεύκο, κ' έρριχνε τα κομματάκια μέσ' την πηγή. Ελαφρά σαν τον αφρό πήγαιναν απάνω-απάνω, και κυλούσαν μαζύ του μέχρι πέρα, ως τα δωμάτια των γυναικών, όπου η Ιζόλδη παραμόνευε τον ερχομό τους. Αμέσως, — τα βράδυα που η Βραγγίνα είχε καταφέρει ν' απομακρύνη το Βασιληά Μάρκο και τους προδότες, — η Ιζόλδη έτρεχε στο φίλο της.

Ενθυμείται έτι της κυρίας Ρομπέρ το ήρεμον καφενείον, και τους ατελευτήτους αγώνας του domino, οίτινες ετελούντο εν αυτώ χάριν ενός τ ρ ι γ ώ ν ο υ. Ενθυμείται τους στύλους του Ολυμπίου Διός, όπου ανέπνεε κατά τας εσπέρας του θέρους την αύραν του Σαρωνικού, και τα ν ε ρ ά άτινα έφερεν αδιακόπως ο υπηρέτης, ατελείωτον συνέχειαν ενός λουκουμίου ή μιας μαστίχης.

» Αλλ' επί μακρούς ενιαυτούς ακόμη να ανέχωμαι να μου εκδέρη τα ώτα το άσμα σου, να βλέπω τας δομιτίους κνήμας σου, — ως δύο στύλουςνα ταράσσονται εις τον πυρρίχιον χορόν, να σε ακούω να κιθαρίζης, να σε ακούω να φωνάζης, να απαγγέλλης ποιήματα ως άθλιος ποιητής των περιχώρων! . . . Α! μα την αλήθειαν, το θέαμα ήτο υπέρτερον των δυνάμεών μου και ησθάνθην εν εμαυτώ ακράτητον την ανάγκην να απέλθω εις συνάντησιν των προγόνων μου.

Στης πύλες του Τινταγκέλ τον αφήκε. Στα τείχη, οι φρουροί χτυπούσαν της σάλπιγγες. Εχώθηκε μέσα στην τάφρο και διέσχισε την Πολιτεία με κίνδυνο της ζωής του. Πέρασε όπως άλλοτε τους μυτερούς στύλους του κήπου, ξαναείδε τη μαρμάρινη σκάλα, την πηγή και το μεγάλο πεύκο και πλησίασε στο παράθυρο πίσω από το οποίο κοιμώτανε ο Βασιληάς Μάρκος. Τον εφώναξε σιγά. Ο Μάρκος εξύπνησε.

Η Σμάλτω μόλις έφθασεν εκεί, έστρεψεν ολίγον την κεφαλήν χωρίς να θέλη, και διά του κανθού των οφθαλμών παρετήρησε την σκιάδα. Αλλ' ευθύς, ως να είδεν αυτήν υπερφυσικού μεγέθους και να εξέλαβε διά σκελετώδεις γαμψώνυχας δακτύλους τους εξέχοντας προς τ' άνω στύλους της και δι' ανωρθωμένην χαίτην εξηγριωμένου θηρίου την χορτώδη στέγην της, απέσυρε το βλέμμα τεταραγμένη.

Μα πού ένε; εψιθύρισε μετά πείσματος η λυγερή, ωσεί κεντηθείσης τώρα αίφνης της περιεργείας της. Και ανέτεινε κλίνουσα εδώ κ' εκεί την κεφαλήν, ως το πουλάκι από τίνος κλαδίου κατασκοπεύον. Όμως εκείθεν ήρχοντο οι ήχοι της φλογέρας, υπό τους στύλους εκείνους και τόσον μαλακοί τόρα, ώστε ηδύνατο κανείς ν' απατηθή, νομίζων ότι ήτο φύσημα του ανέμου παίζον εις τα φύλα της ράπης.

Μίαν ημέραν τον καιρόν που ευρισκόμουν εις τες συνηθισμένες μου φαντασίες, έρχεται ο βεζύρης μου να μου ειπή, ότι είναι ολίγες ημέρες, που έξω από τες πόρτες του Αστραχάν φαίνονται μεγαλοπρεπέστατοι λουτροί με νερά καθαρά, που κάνουν χαράν και θαυμασμόν και αυτοί οι λουτροί είνε στερεωμένοι επάνω εις στύλους από εκλεκτόν μάρμαρον και όλος ο λαός τρέχει ακαταπαύστως διά να τους ιδή και δεν τους θαυμάζει τόσον διά την μεγαλοπρέπειάν τους, όσον τους θαυμάζει που δεν είδαν να τους φτειάσουν επειδή μίαν ταχυνήν ευρέθησαν κτισμένοι.

Εις μίαν στιγμήν θα γίνω κύριος του γυμναστηρίου, διότι όλοι θα τραπούν εις φυγήν και κανείς δεν θα τολμήση να αντικρύση το ξίφος, αλλά θα τρέξουν πίσω από τους ανδριάντας και τους στύλους να κρυφθούν, εγώ δε θα γελώ όπως θα τους βλέπω να δακρύουν οι περισσότεροι και να τρέμουν.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν