United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κη να της κόψης, πουλάκι μ', άλλαις θα φυτρώσουνε· μια θα κόφτης, δυο, τρεις, τέσσαρες θα βγαίνουνε.,. Δεν έχουν παιδεμμό των γυναικών η γλώσσες. Η Ευανθία εν ανία, περιήρχετο περί τας δύο τραπέζας και τα πρώτα θρανία. Η γραία Μονεβασιά, επλησίασε προς τα μάγια, και ήρχισε να θεωρή μετά προσοχής το νεκρικόν κρανίον.

Εσκέπτετο άραγε; Όχι, δεν εσκέπτετο, αλλ' εφαντάζετο ότι βλέπει ενώπιόν του την ελεεινήν καλύβην επί των βράχων, υπεράνω της θαλάσσης, όπου προ ετών πολλών, ωθούμενος υπό παιδικής περιεργείας, επλησίασε διά να ίδη τι έστι λεπρός.

Ο Τρέκλας επλησίασε δειλώς προς τον Πλήθωνα με το εγκάρσιον κίνημα εκείνο του σώματος, το ομοιάζον τόσον καλώς προς τον κλυδωνισμόν της νηός εν σάλω, και τω είπε μίαν λέξιν μυστικά. Οι χαρακτήρες του Πλήθωνος ηλλοιώθησαν. — Τι λέγεις; είπε. — Είνε αλήθεια, αυθέντα. — Και πώς έγεινε αυτό; — Δεν ειξεύρω. — Ποίος ήλθεν εκεί; — Κανείς. — Πώς έφυγε; — Έφυγε. — Μόνη της; — Δεν ξεύρω. — Πόθεν εξήλθε;

Εκεί ήτο και η μητέρα του, νήθουσα υπό την ιτέαν, εις την σκιάν της οποίας ανεπαύοντο οι αλωνίζοντες. Η απροσδόκητος άφιξις του Μανώλη, αλλά προ πάντων η ταραχή η οποία εφαίνετο εις το πρόσωπόν του, ανησύχησαν τους γονείς του. Η Ρηγινιώ διέκοψε την εργασίαν της, ο δε Σαϊτονικολής, αφήσας και αυτός το «θρινάκι», επλησίασε. — Είντά 'νε, Μανώλη; Είντα γυρεύγεις επαδά κάτω;

Εκείνη υπέλαβε: — Θα τον τιμάς με την καρδίαν σου, όταν μάθης να τον αγαπάς. — Μόνον διότι είνε Θεός σου επανέλαβεν ο Βινίκιος με πνιγμένην φωνήν. Έκλεισε τους οφθαλμούς του, διότι είχε καταληφθή και πάλιν υπό ατονίας. Η Λίγεια εξήλθεν, αλλά μετ' ολίγον επέστρεψε και επλησίασε διά να βεβαιωθή εάν εκείνος εκοιμάτο.

Ο Σαραβλαγάς, πρώτος εκ των Περσών στρατηλατών, επλησίασε προς τον στρατόν του αυτοκράτορος, νομίσας ότι ούτος έμελλε να μεταβή εις την Περσίαν διά της προς νότον και ανατολάς της Κασπίας θαλάσσης ορεινής παραλίας και κατέλαβεν εκεί τας στενοπορίας.

Ήγγιζεν ο ήλιος εις την δύσιν, όταν εις την καλύβην, έξωθεν της οποίας εκάθηντο οι δύο συμπόται, επλησίασε γυνή τις συνοδευομένη υπό μειρακίου. Εφόρει λευκήν εσθήτα κ' εκράτει κόκκινον παρασόλι, και ο Χριστοδουλής με όλην την απόστασιν την ανεγνώρισεν ευθύς. Ήτο η Πολύμνια μετά του αδελφού της του Νίκου.

Ο καπετάνιος που αγόρασε την Ρεσπίναν, επλησίασε προς αυτήν, και της είπεν· ω θαυμασία ωραιότης, εγώ είμαι έξω από τον νουν μου διατί σε απέκτησα, είδα πολλά καλά τόσες σκλάβες εις τον καιρόν μου, μα σου ομολογώ, ότι εσύ δεν παρομοιάζεις καμμίαν εις την ωραιότητα· τα μάτια σου είνε λαμπρότερα από τον ήλιον, και αι νοστιμάδες σου είνε απαραμοίαστες.

Ο Μανώλης ήθελε να κάμη τον θυμωμένον και να φύγη· αλλά δεν είχε τόσην δύναμιν θελήσεως και αντί ν' απομακρυνθή επλησίασε και σιγά- σιγά εκάθησεν εις το «σανίδι» του τελάρου.

Τέλος θα ήταν μια μισή μετά τα μεσάνυχτα, οπού ακούστηκαν απ' όξω ποδοβολητά και απορθουνίσματα ζώων, Ο παππά Συνέσιος εσηκόθηκε κ' επλησίασε την πόρτα. Σε λιγάκι εχτύπησαν ελαφρά και ο 'γούμενος εύγαλε τον ξύλινο μοχλό της σιδερόφρακτης πόρτας, η οποία έτριξε δυνατά στα σκουριασμένα μάσκουλά της και ανοίχτηκε διάπλατη.