United States or Costa Rica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνους της, έμελπον τρελλά τραγούδια . . . Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου . . . Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μου έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακόκκινων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.

Αλλά αλλοίμονον! όσοι εκοιμώντο πραγματικά ήσαν πολύ ολίγοι, εκατομμύρια φορές ολιγώτεροι, από εκείνους που εκοιμώντο διά παντός. Και από το βάθος των απείρων τάφων, ιδού ότι ανέβαινεν από τα σάβανα μελαγχολική ψύχρα. Και μεταξύ εκείνων που ανεπαύοντο ήσυχοι έβλεπα ότι πολλοί είχαν μετατεθή από την ασάλευτον και αδυσώπητον θέσιν που τους έδωσαν εις τον τάφον.

Έπειτα, επειδή ετελείωσε το πλείστον μέρος του έργου, ο στρατός αφήκε το Δήλιον και επροχώρησε περί τα δέκα στάδια, διά να επιστρέψη εις την Αττικήν· και οι μεν πλείστοι ψιλοί εξηκολούθησαν να προχωρούν, οι δε οπλίται καταθέσαντες τα όπλα ανεπαύοντο. Αλλ' ο Ιπποκράτης έμεινεν ακόμη εις το Δήλιον ολίγον καιρόν, διά να εγκαταστήση τους φύλακας και να συμπληρώση όσα υπελείποντο διά την οχύρωσιν.

Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν του καφέν.

Εκεί ήτο και η μητέρα του, νήθουσα υπό την ιτέαν, εις την σκιάν της οποίας ανεπαύοντο οι αλωνίζοντες. Η απροσδόκητος άφιξις του Μανώλη, αλλά προ πάντων η ταραχή η οποία εφαίνετο εις το πρόσωπόν του, ανησύχησαν τους γονείς του. Η Ρηγινιώ διέκοψε την εργασίαν της, ο δε Σαϊτονικολής, αφήσας και αυτός το «θρινάκι», επλησίασε. — Είντά 'νε, Μανώλη; Είντα γυρεύγεις επαδά κάτω;

Και οι μεν Αθηναίοι ημύνοντο αμφοτέρωθεν, και εκ της ξηράς και εκ της θαλάσσης· οι δε Λακεδαιμόνιοι, διαιρέσαντες τον στόλον εις μικράς μοίρας, διότι δεν ηδύναντο να πλησιάσουν πολλοί, προσέβαλλαν και ανεπαύοντο αλληλοδιαδόχως. Οι δε στρατιώται κάθε προθυμίαν κατέβαλλαν παροτρυνόμενοι αμοιβαίως διά ν' απωθήσουν τους Αθηναίους και καταλάβουν την θέσιν, προ πάντων όμως διεκρίθη ο Βρασίδας.

Άλλοι εξηπλωμένοι κατά μήκος των τοίχων, εκοιμώντο . . . ίσως ήσαν νεκροί: άλλοι εσχημάτιζον κύκλον πέριξ μιας σκάφης ευρισκομένης εις το κέντρον, πλήρους ύδατος, και έπινον: άλλοι εκάθηντο κατά γης, στηρίζοντες τους αγκώνας επί των γονάτων και την κεφαλήν εις τας δύο χείρας. Εδώ και εκεί παιδία ανεπαύοντο περιμαζευόμενα επί των μητέρων των.

Ο Ιωχανάν δεν εξηρτάτο πλέον απ' αυτόν. Οι Ρωμαίοι ήσαν υπεύθυνοι. Οποία ανακούφισις! Προσκαλέσας δε τον Φανουήλ και δεικνύων εις αυτόν τους στρατιώτας. — Αυτοί είνε ισχυρότεροι! δεν ημπορώ να τον σώσω! πταίω εγώ; Η αυλή ήτο κενή, οι δούλοι ανεπαύοντο. Εις το ερυθρόν χρώμα του ουρανού, το οποίον επυρπόλει τον ορίζοντα, και τα ελάχιστα αντικείμενα εφαίνοντο μελανά.