United States or Portugal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξήλθε πάλιν έξω, και καθίσας επί μεγαλοπρεπούς βήματος, ίσως επί του χρυσού θρόνου του Αρχελάου, όστις ετέθη επί του υψηλού λιθοστρώτου των πολυχρόων μαρμάρων, του Γαββαθάεκάλεσε τους Ιερείς, τους εκ του Συνεδρίου, και τον λαόν έμπροσθέν του, και σοβαρώς είπεν αυτοίς ότι είχον φέρει τον Ιησούν εις το δικαστηριόν του ως αρχηγόν στάσεως και ταραχής· ότι μετά πλήρη και ακριβή εξέτασιν, αυτός, ο ρωμαίος διοικητής των, είχεν εύρει τον δεσμώτην των απολύτως αθώον των κατηγοριών τούτων· ότι είχε πέμψει Αυτόν προς τον Ηρώδην, τον ομαίμονα βασιλέα των, και ότι κ' εκείνος ωσαύτως είχε φθάσει εις το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς δεν είχε πράξει έγκλημα άξιον θανάτου.

Όταν ο ζωμός χυθείς εις μίαν βαθείαν λοπάδα εκρύωσεν αρκετά, ο γίγας επανέλαβεν: — Ο Γλαύκος είπεν, ότι δεν πρέπει να κινήσαι όσον είνε δυνατόν, ότι πρέπει μάλιστα να αποφεύγης να κινής και τον υγιά βραχίονά σου και η Γαλλίνα με διέταξε να σου δώσω να φάγης. Καθίσας πλησίον της κλίνης ο Ούρσος ελάμβανεν εκ της λοπάδος ζωμόν με μικρόν κύπελλον, το οποίον παρουσίαζεν εις τα χείλη του ασθενούς.

Ο Μπάρμπα-Σταυρής ο Ξυλοπόδαρος ερχόμενος και ακούσας, τας τελευταίας λέξεις του Σπύρου, επροχώρησε με τον ξύλινον πόδα του, τακ-τακ με την τριγωνικήν μεγάλην κεφαλήν του, σείων αυτήν δεξιά και αριστερά, με τα δύο ξύλινα ραβδία, τακ-τακ, και καθίσας πλησίον του Σπύρου, εθώπευσεν αυτόν πατρικώς εις τους ώμους και είπε: — Εγώ να σου το πω, Σπύρε μου, ποίος τον έκαμε τον άνθρωπον γυμνόν και πειναλέον.

Οι δε τοιούτοι, μένουσι πλέον άγαμοι, έως θανάτου. — Εν μέσω ήστραπτε το ταψίον, το επιμελώς γανωμένον, με το χοιρίδιον, το εψητόν, διαχέον πανταχού ορεκτικήν ευωδίαν, ελαφρώς ροδισμένον, προκλητικώτατον. Κατελάβομεν τας θέσεις μας. Ο κυρ-Στρατής, καθίσας εν μέσω των δύο χιλιάρικων, ωμοίαζε δικαστικόν, την νύκτα δικάζοντα μεταξύ δύο αρχαίων κηροπηγίων. — Έλα! είπεν.

Τέλος, καθίσας υπό τινα οξυάν, της οποίας το φύλλωμα φωτιζόμενον υπό των ακτίνων εσχημάτιζεν εις την γην οφθαλμοειδή σημεία, έστειλε και προσεκάλεσε την Ευνίκην. Εκείνη εφάνη ενεδεδυμένη λευκά, με κλάδον μύρτου εις την κόμην, ωραία ως Χάρις και εκάθησε πλησίον του. — Ευνίκη, είπεν εκείνος, από πολλού δεν είσαι πλέον δούλη. Το ειξεύρεις;

Μετά το φανταστικόν αυτό νυκτερινόν μαρτύριον είχεν εξυπνήσει ο Μιμίκος εκνευρισμένος, και καθίσας παρά το μικρόν αυτού τραπέζιον, εφ' ου ανεπαύοντο επ' αλλήλων λιπαροί τίνες και ρακώδεις τόμοι μυθιστορημάτων, έπινεν, ως είδομεν, τον πρωινόν του καφέν.

Πολύ διάφορα ήσαν τα αισθήματα με τα οποία ο Μέγας Αρχιερεύς, ο καθίσας εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, ο όσιος, άκακος, αμίαντος, ο μη έχων ανάγκην υπέρ των ιδίων αμαρτιών να προσφέρη θυσίας, «τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ Εαυτόν ανενέγκας», ανέβαινε τώρα τα βραχώδη υψώματα του μεγάλου όρους.

Καθίσας επί του αυτοσχεδίου τούτου άμβωνος, ασφαλής από της επαφής του πλήθους, τους εδίδαξεν από του πλοιαρίου, καθώς αυτά ελικνίζετο επί των κυμάτων, των φωσφοριζόντων εις τον πρωινόν ήλιον. Και όταν η διδαχή Του ετελείωσε, δεν εσκέφθη περί Εαυτού και του ιδίου Αυτού καμάτου, αλλά περί των πτωχών και ατυχησάντων μαθητών Του. Εγνώριζεν ότι είχον κοπιάσει εις μάτην.

Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Τι να γείνη! — Και θα έχης ώραις εις τον δρόμο. — Είμαι περήφανος 'στά πόδια, είπεν ο Τρέκλας δεικνύων τους στρεβλούς πόδας του. — Το ξεύρω. — Μ' εστείλανε διά δουλειά. — Διά τι δουλειά; — Τώρα θα σου πω. Άφησέ με να ξαποστάσω, είπε καθίσας. — Ξαπόστασε, καϋμένε Τρέκλα. Και αυτός ο σκύλος πώς ευρέθη; — Με ακολούθησε. — Σε ακολούθησε; είπεν ο Θευδάς. Θέλεις να πης, σου έδειχνε το δρόμο.