United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθισε· κάθισε να σ' τα πω! Και καθίσας πρώτος εκείνος ήρχισε προσπαθών να διηγηθή τα γενόμενα και ν' απαρτίση εις έν όλον τα πράγματα, τας εντυπώσεις αυτού και τα αισθήματά του. — Μπήκα, που λες, Μαριώ μου, κ' ένας υπηρέτης, — ντρεπόμουνα που τον κύτταζα, τόσο ωραία ρούχα φορούσε . . . — Τι τα θέλεις τώρ' αυτά, διέκοψεν ανυπομονούσα η κυρά Δημήτραινα. Λέγε, τι έγεινε! — Στάσου δα, μη βιάζεσαι.

Κάθησε, συλλογίστηκε λιγάκι, σαν να πετούσε ο νους της στα περασμένα, αναστέναξε και άρχισε το παραμύθι, όπως πάντα. — Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας. Στριμωχθήκαμε όλοι γύρω της κ' εγώ ακούμπησα σαν πάντα στα γόνατά της και την κύτταζα στα μάτια. — Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε μια μεγάλη βασίλισσα... — Την είδες με τα μάτια σου, γιαγιά;.. — Την είδα, παιδάκια μου.

Λαχτάρησα σαν νάπεσετα σωθικά μου σπίθα. Κι' όσο που η μέρες πέρναγαν γενόνταν φλόγα η σπίθα, Κ' η φλόγα μ' έκαψε βαθηά, όμως με τέτοια γλύκα, Οπ' άλλαξα με μιας ζωή· εθάμπωνε η ματιά μου Από μια λάμψι, γκαρδιακή και παραδείσια λάμψι, Σαν κύτταζα τα μάτια της· σαν μου χαμογελούσε Έλεγα γη πως δεν πατώ, πως περπατώ τα ουράνια· Τα αίματά μου επάγωναν σαν κάθονταν σιμά μου Κ' έτρεμα σαν τον κάλαμο σαν μ' έπιανε απ' το χέρι· Και τα τραγούδια των πουλιών για εμέν' αλλάξαν τότες, Άλλαξε το μουρμουρητό της λαγκαδιάς, της βρύσις.

Ανάμεσα Αγίου Όρους και Διαβόλου ήτανε δύσκολο να νοιώσω τι έτρεχε. Τους κύτταζα σα χαζός. — Δεν τάμαθες, λοιπόν, αφεντικό; Δεν είχα μάθει τίποτε. Ήτανε γραφτό να το μάθω κι' αυτό. Δίπλα στο φτωχικό του καθότανε μια χήρα. Η χήρα ήτανε λιγάκι πεταχτή και γλυκομίλητη. Κάποτε-κάποτε λένε πως άνοιγε κ' η θύρα της σιγά-σιγά τα μεσάνυχτα. Όρκο δεν έπαιρνε όμως κανένας.