United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινεν εκεί με τα κεφάλι σκυμμένο· έπειτα μου είπε: — Κακοσημαδιά, μωρέ παιδί· μεγάλη κακοσημαδιά!... Είδες το άτιμο να πάρη τα ζερβά!... Αν πετούσε δεξιά θα είχαμε καλό ταξείδι· μα τόρα κακά σημάδια. Ή σε μας ή στο σπίτι κάτι κακό θε να γένη!... Κ' εγώ εκείνη την ώρα τα ίδια εσυλλογιζόμουν. Η κουκουβάγια λέγουν πως ήταν αδερφή των οχτώ παιδιών και του Κωσταντή.

Με τα είκοσί της τα χρόνια, έμοιαζε ακόμη παιδί, τρυφερό είκοσι χρονώ παιδάκι, και σα μεγαλήτερή της φαίνουνταν η Ελένη. Η Λέλα βάσανα δεν είχε, η Λέλα δεν πονούσε, δεν της έμελε για τίποτις εκεινής, και στο τραπέζι, κάθε μέρα, η Ελένη αντίκρυ στον πατέρα, εγώ αντίκρυ της Λέλας, την κοίταζα κ' η καρδιά μου πετούσε να μπη μέσα στην καρδιά της. Πώς την αγαπούσα! Κορμί και ψυχή.

Η ψυχή τους ολόκληρη πετούσε πάνω στη γλώσσα τους, άκουε μέσα στ' αυτιά τους και σπιθοβολούσε στα μάτια τους. Κι' όπως ήσαν Γερμανοί, μείνανε πολύ στο τραπέζι, περιμένοντας τον αιδεσιμώτατο πατέρα της επαρχίας. Κι' ο διοικητής μίλησε ως εξής τον αγαπημένο του Αγαθούλη. &Πώς ο Αγαθούλης σκότωσε τον αδερφό της αγαπητής του Κυνεγόνδης&

Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια. Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του. — Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα! Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!....

Από τη Μηκύνα στ' Άργος, από τ' Άργος στη Σπάρτη, από κει στην Αθήνα, στη Θήβα, στην Κόριθο, πετούσε και πήγαινε η Αθάνατη Αρετή, ακολουθούσε κατάλαμπρη η θεία η Τέχνη και της έστηνε, όλο της έστηνε μνημεία κι αγάλματα.

Τα μάτια τους σπιθοβολούσαν και τα πρόσωπά τους άνθιζαν από το χρώμα της υγείας και της νιότης. Το χερόγραφο πετούσε από τον ένα στον άλλον, έπεφτε κάτω από τα ματογυάλια του, σαν πτώμα στη μελέτη του ανατόμου. Και όλοι έκαναν τις υποθέσεις τους, έλεγαν τα επιχειρήματά τους, κυττάζοντας πάντα τον Αριστόδημο, σα να ήθελαν μόνον εκείνον να πείσουν και να δασκαλέψουν.

Τα χείλια της ήσαν σιμά στα δικά του. Ανάμεσα στα δυο χείλια ένα φιλί πετούσε σα λευκή πεταλούδα που ζητούσε ένα κόκκινο άνθος να ξεκουρασθή. Μ' ένα τρεμουλιαστό πέταμα κάθισε πρώτα στα χείλια της κοπέλλας. Κ' ύστερα κάθισε στα χείλια τα δικά του. Η πεταλούδα πετούσε τρελλή από το ένα λουλούδι στο άλλο. Και δεν ακούσθηκε κανένας ήχος φιλιού στον αέρα, γιατί το φως του φεγγαριού ήπιε το φιλί τους.

Μα εκείνο δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνε, αφού στάθηκε κοντά μου, γλυκογελούσε πολύ και μου πετούσε σμέρτα και δεν ξέρω πώς με γήτευε ώστε να μη θυμόνω πια. Παρακαλούσα να σιμώση χωρίς να φοβάται πια τίποτε κι ορκιζόμουνα στα σμέρτα, πως θα το αφίσω, αφού του χαρίσω μήλα και ρόιδια, κι ότι θα του δώσω την άδεια να τρυγάη τα δέντρα και να κόβη τα λουλούδια, αν μου δώση ένα φιλί.

Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.

Άκουσε να της μιλή για τον ποντικό, για τα πουλιά, για το βάλτο και για τα πετραδάκια που πετούσε. Και τέλος νοιώσανε κ' οι δυο ο ένας τον άλλον κ' είταν ευτυχισμένοι, μόνο γιατί ξαναδωθήκανε. Κι αφού είπαν όσα είχανε να πουν, πήρε η μαμά το Σβεν και τον έφερε στην εταζέρα. Εκεί βρισκόντανε πολλά ωραία πράματα κι ο Σβεν είχε το δικαίωμα να παίζη κάποτε μ' αυτά.