United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΕΔΓΑΡ Ανθρώπου νους δεν το χωρεί! ΓΛΟΣΤ. Ένας ζητιάνος δυστυχής. ΕΔΓΑΡ Κάτω εδώ που ήμουν, τα 'μάτια του τα έβλεπα 'σάν δύο πανσελήνους, και μύταις χίλιαις έβλεπα και κέρατα στραμμένα που 'σάν την φουσκοθάλασσα εδώ κ' εκεί 'κουνούσαν. Ήτο δαιμόνιον αυτός, καλότυχέ μου γέρε, και έχε χάριντους θεούς, οπού το έχουν δόξαν να κάμνουν όσα οι θνητοί αδύνατα τα έχουν. Εκείνοι σ' επροφύλαξαν!

Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν. — Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά. Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση. — Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία. — Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι; — Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι.

Τα παιδιά του τώχουν ρίξει στο εμπόριο, δεν ανακατεύονται με τη θάλασσα. Μου φαίνεται πως θέλουν να τα ξεκάνουν τα καράβια. Ο Μοναχάκης πετούσε από τη χαρά του. — Καλότυχε Μοναχάκη, είπε η Μαχούλα, λες και θα πάρης καμμιά κοπέλλα! Ο Μοναχάκης χαμογέλασε. — Κοπέλλα μαθές. Η καλύτερη κοπέλλα της Σκιάθος!....

Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θάχε πετάξει όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κ' οι άλλοι αρχόντοι. Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους εσύ θε νάχης πεθερό το Δία, το γυιό του Κρόνου. Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα, που σαν αυτήν άλλη καμμιά στην Αχαΐα δεν είνε· κι ώμορφη θάν' η γέννα της, αν το παιδί της μοιάζη.

Τα δυο παιδιά έπιασαν τα κουπιά, αβαράρησαν από το μπρίκι και άρχισαν να λάμνουν. Η βάρκα ερχότανε κατά το μέρος του καφενέ. Ο Μελιγκόνης, ο Πεφάνης και τα γεροντάκια κύτταζαν, ακούνητοι, καρφωμένοι, αμίλητοι, τη βάρκα που ζύγωνε. — Ο Μοναχάκης! Φώναξε πρώτος ο Μελιγκόνης με πιασμένη φωνή. — Ο Μοναχάκης! Το Μοναχάκη βγάζουν... Ο Μοναχάκης ανήμπορος! Καλότυχε Μοναχάκη, τι κακό σου ήρθε;

Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. — Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα... Φέρε μας το γράμμα. Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος. — Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή. — Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.

Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερός μου βέβαια όχι ολιγώτερον από όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ', ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να εννοήσης τον λόγον μου.

Ω καλότυχε Σιμμία, παρατήρησε, μήπως αυτός δεν είναι ο ίσος δρόμος, ο οποίος οδηγεί εις την αρετήν, το ν' ανταλλάσσωμεν δηλαδή ηδονάς με ηδονάς και λύπας με λύπας και φόβον με φόβον και μεγαλύτερα με μικρότερα, καθώς ανταλλάσσομεν νομίσματα· αλλά μήπως εκείνο μόνον είναι το σωστόν νόμισμα, η ορθή γνώσις, και μήπως πραγματικώς όλα αγοράζονται και πωλούνται με αυτό και μαζί με αυτό, και η ανδρεία δηλαδή και η εγκράτεια και η δικαιοσύνη, και μήπως με ένα λόγον η αληθινή αρετή είναι μαζί με την ορθήν γνώσιν, και όταν ακόμη και αι ευχαριστήσεις και οι φόβοι και όλα τα άλλα τα όμοια με αυτά και τα αποκτώμεν και τα χάνομεν.

Καλότυχε, τέτια που λες, λοιπόν θαρρείς αλήθια 40 έτσι είναι τ' Άργους τα παιδιά απόλεμοι κιοτήδες; Μα εσένα αν σ' έπιασε όρεξη να σηκωθείς να φύγεις, σύρε! να δρόμος ανοιχτός, να πλοία στ' ακρογιάλι! 43 Όμως οι άλλοι οι Δαναοί με τις θρεμένες χήτες 45 θα μείνουν ως να πάρουμε το κάστρο.

Σωκράτης Ξένον. Φίλος Από ποιον μέρος; Σωκράτης Από τα Άβδηρα. Φίλος Και τόσον ωραίος εθεώρησες ότι είναι ο ξένος αυτός, ώστε να σου φανή ωραιότερος από τον υιόν του Κλεινίου; Σωκράτης Πώς δεν πρέπει, καλότυχε, το σοφώτερον να φαίνεται ωραιότερον; Φίλος Αλλά εις τα σωστά σου, Σωκράτη, μας ήλθες, αφ' ου απήντησες κάποιον σοφόν;