United States or Palau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.

Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του... Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη.

Αλλ' η γραία-Συνοδιά την έλαβεν εις τα γόνατά της, την εσκέπασε με το παληό φουστάνι της, και την εζέστανε, και την εχάδευσε τόσον, ώστε την έκαμε να νυστάξη. Εντός ολίγου απεκοιμήθη, και η μήτηρ της, λαβούσα αυτήν από τα γόνατα της γραίας, λικνίζουσα άμα αυτήν διά των χειρών και διά τινος μονοσυλλάβου «κι-κι», την επλάγιασε δίπλα εις τον Μανώλην.

Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομήλικας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα. — Πω! πω! έκαμες την πεθαμμένη! και το λες κι' όλα; — Γιατί; — Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν! . . . και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζί τους . . . Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον.

Όταν έλαβε το ποτήρι ο Αλκιδάμας εσιώπησεν επί πολύ• έπειτα επλάγιασε κατά γης και στηριζόμενος εις τον αγκώνα του έμεινεν εις την θέσιν εκείνην, ημίγυμνος και κρατών το ποτήρι όπως οι ζωγράφοι παριστούν τον Ηρακλήν φιλοξενούμενον υπό του Φόλου .

Καλότυχε γαμπρέ, οιωνός καλός θάχε πετάξει όταν στη Σπάρτη ερχόσουνα που ήταν κ' οι άλλοι αρχόντοι. Μονάχα εσύ, Μενέλαε, από τους ημιθέους εσύ θε νάχης πεθερό το Δία, το γυιό του Κρόνου. Μαζί σου τώρα επλάγιασε του Δία η θυγατέρα, που σαν αυτήν άλλη καμμιά στην Αχαΐα δεν είνε· κι ώμορφη θάν' η γέννα της, αν το παιδί της μοιάζη.

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Ο Χάρος που την ήρπασε να την μοιρολογήσω, μου έδεσε την γλώσσαν μου και φράζει την φωνήν μου. ΠΑΡΗΣ Είναι η νύμφη έτοιμη διά την εκκλησίαν; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Να 'πάγη έτοιμη, αλλά... διά να μη γυρίση! Ω υιέ μου, την παραμονήν του γάμου σου, την νύκτα, ο Χάρος με την νύμφην σου επλάγιασε.

Ο Φάλκος ενθυμήθη τας διηγήσεις των παιδίων, τας παραδόσεις όσας είχον παραλάβει από τας γραίας προμήτορας σχετικώς με τα «ζώδια» των οικιών, τα εμφανιζόμενα κάποτε την νύκτα. Τότε, αν και η μάμμη του τον είχε βεβαιώσει ότι τα ζώδια ταύτα δεν ηδύναντο να βλάψουν, ησθάνθη αληθή τρόμον, έτρεξεν, εισήλθεν εις την θύραν έσωθεν, έκαμε τον σταυρόν του κ' επλάγιασε πλησίον της μητρός του.

Η Σμαραγδούλα, ευτύς ύστερ' απ' αυτό έκλεισε το παράθυρο και την πόρτα της κ' επλάγιασε να κοιμηθή. Εμετανόησ' ευτύς για τη λέξι και είδε κακά όνειρα τη νύχτα κείνη, την αυγή δε, ευτύς που σηκώθηκε, άκουσε θόρυβο στην πόρτα της και ομιλίες και ξεφωνητά. Έτρεξε και τι να ιδή; Από ένα χαλκά της οξώπορτας του κάτω σπιτιού εκρεμότανε ένα γουρουνάκι σφαγμένο!