United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τελειώνοντας τούτο το θηριώδες δείπνον, ανεχώρησεν υποκάτω εις μίαν καμάραν, και εκεί επλάγιασε διά να κοιμηθή· και όταν απεκοιμήθη ερόγχιζε τόσον δυνατά, που εφαίνετο ωσάν βροντές το ρόγχισμά του, και σχεδόν ηκούετο έως πενήντα μίλια δρόμον και εκοιμήθη έως την αυγήν έτσι ρογχίζοντας τόσον που αχολογούσαν όλα τα βουνά ολόγυρα.

Δεν πειράζει, Μάρω μου· πήγαινε μέσα· είπεν ο Γιάννος εννοήσας τας σκέψεις της. — Μάνα σ' αφήσω μοναχόν;. . . . . — Δεν πειράζει· κ' εγώ θα κοιμηθώ. . . . . . Ο Γιάννος ελυπείτο την αδελφήν του κ' ήθελε πολύ να την αφήση να κοιμηθή· μία νύκτα ήτο, όπως περάση ας περάση και αυτός. Ευθύς όμως άμα έμεινε μόνος, η δειλία ήρχισε να τον κυριεύη.

Δε θέλει λύπηση το ξέρω, αφέντη· όπως στρώσει κανείς έτσι θα κοιμηθή· είπε ο δούλος. Μα να βλέπω άλλους χειρότερούς του και να προδεύουνε, δεν το χωνεύω. — Ποιοι προδεύουνε ; ξαφνίστηκε ο Χαγάνος, αγριοκυττάζοντας το δούλο του. — Να οι άλλοι, αφέντη. Ο Πέτρος ο Θεομίσητος, ο Μήτρος ο Γλάμης, ο Βασίλης ο Ζάρακας.

Όσοι αλωνίζουν, μη ζητούν ύπνο το μεσημέρι· αυτή την ώρα τρίβονται σαν άχυρα τα στάχυα. Όταν ξυπνά ο κορυδαλλός αρχίσετε το θέρος και πάψετε όταν κοιμηθή· στο κάμμα αναπαυθήτε. Καλότυχος ο βάτραχος με τη ζωή που κάνει, μηδέ φροντίζει για νερό, γιατί παντού το βρίσκει. Βράσε καλλίτερα φακή φιλάργυρ' επιστάτη, μη κόβοντας το κύμινο κόψης το δάχτυλό σου.

Σαν εσυγύρισε όλες τις δουλιές της, εκυβέρνησε και τα παιδάκια της απ' ό,τι φτωχικό είχε και δεν είχε, έκαμε το σταβρό της και έκυψε με τα παιδάκια της να κοιμηθή· να σηκωθή σύνταχα, να πα να πάρη και τον παπά, να κάνη τις &σαράντα& ταντρός της. Κατά το μεσονύχτι ακούει φοβερή ποδοχαλή στην αβλή της· ακούει γογγυτιά βαριά και κούφια αναστενάγματα. Ξυπνάει με τρομάρα.

Το ναυτόπουλο άναψε τα φανάρια στη θέσι τους· ο καπετάνιος εκατέβηκε να κοιμηθή· ο Μπούλμπερης έκατσε στο τιμόνι· ο Μπραχάμης ο σκύλος μας εκουλουριάσθηκε στη ρίζα του αργάτη ν' αναπαυθή κ' εκείνος. Εγώ ούτε ν' αναπαυθώ ημπορούσα. Ούτε ύπνοούτε ξύπνο. Εδοκίμασα να πιάσω κουβέντα με τον τιμονιέρη· μα είχε τόσην ανοστιά που έσβυσεν ευθύς σαν φωτιά αναμμένη με χλωρόξυλα.

Η νέα περιετυλίχθη εντός του επενδύτου της, αλλά δεν είχε σκοπόν να κοιμηθή· εφοβείτο. Άγνωστα αισθήματα αποστροφής και οδύνης συνέθλιβον την καρδίαν της. Διετέλει εν αμηχανία και δεν είξευρε τι να σκεφθή περί του Γύφτου, ή τι να τω είπη. Ανεμιμνήσκετο ότι ο άνθρωπος ούτος την είχε πωλήσει. Η νέα είχεν εννοήσει καλώς τούτο.