United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες 315 που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου.

Και στου Πριάμου φτάνοντας βρήκε φωνή και κλάμα. 160 Γύρω στο γέρο στην αβλή οι γιοι του καθισμένοι πικρά με δάκρια μούσκεβαν τα ρούχα τους, κι' ο γέρος στη μέση κάθουνταν, βαθιά χωμένος μες στην κάπα, κι' είχε κεφάλι και λαιμό σωρούς σβουνιά γιομάτο που με τα χέρια απάνου του πετούσε σαν κυλιούνταν. 165 Στον πύργο μέσα οι κόρες του κι' οι νύφες ξεφωνούσαν απ' των αντρών τους τον καημό, που τόσοι και λεβέντες στον Άδη πήγανε απ' οχτρών κοντάρια σκοτωμένοι.

Εγώ το νου τού κάρωσα βαθύς χυμένος γύρω, και για το γιο του εσύ έβαλες κακούς σκοπούς στο νου σου κι' άγρια στο κύμα στέλνοντας ανεμοζάλη, ως πέρα στην πλούσια Κο τον έσπρωξες, αλάργα απ' τους δικούς του. 255 Κι' άξαφνα ο Δίας ξύπνησε, κι' απόπαιρνε χτυπούσε μες στην αβλή όλους τους θεούς, μα εμένα πιο ζητούσε, και θα με τίναζε άφαντο στο κύμα οχ τα ουράνια, η Νύχτα αν των θεών κι' αντρών δε μ' έσωζε η νικήτρα.

πούχε πενήντα μέσα του γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα 245 οι γιοι πλαγιάζανε κοντά στα λατρεφτά τους τέρια· και για τις κόρες πάλε εκεί μες στην αβλή απ' αντίκρυ είταν ανώι και δώδεκα γιατάκια στην αράδα από πελεκητόπετρα, και του Πριάμου μέσα πλάγιαζαν οι γαμπροί κοντά στα λατρεφτά τους τέρια250 να! βγήκε ομπρός του η σπλαχνικιά μητέρα του, π' αγνάντια στης Λαοδίκης πάγαινε, της πιο όμορφής της κόρης, και πήγε τον αγκάλιασε και τούπε με λαχτάρα «Παιδί μου, τι ήρθες κι' άφηκες τη λύσσα του πολέμου; Αχ οι καταραμένοι οχτροί πολύ σας τυραγνούνε 255 γύρω στη χώρα, κι' η καρδιά εδώ σε στέλνει εσένα στο Δία, απάνου απ' το καστρί, τα χέρια να σηκώσεις.

Σαν έτσι οι δυο τους βόλεβαν μες στην αβλή τ' αμάξια, ο βασιλιάς κι' ο κράχτης του, με νου κι' οι διο και γνώση.

Η φυλακ' είναι μια φωτιά, η φυλακ' είνε λάβρα, Η φυλακή μού τάβαψε τα σωθικά μου μάβρα... Μόνο ο Βεργής, απ όλους μες το Ένα , ήταν τυχερός. Ήρθε η γυναίκα του από το χωριό, να τον ιδή, να του φέρη και καθελοής δώρα, πούχε στο φτωχικό τους. Βρήκε αράδα, κ' εμπήκε στην αβλή, κι ο Κυρ-Λοχίας άναψε από τη λιμπιστή την ομορφάδα της.