United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείναις της ημέραις εδούλευεν ο Μπάρμπα-δήμαρχος εις το Μοναστήρι, που έκτιζεν ο Γέροντας ο Παπα-Διονύσιος, όστιςνάχωμε την ευχή τουεπλήρωνεν όλο και μαντζάρικαβενετικά φλωρίατους μαστόρους, φλωρία των δέκα φράγκων, που έλαμπαν, φωτιά μοναχή λες και τα έβγαλαν τότε από το καμίνι.

Την αγάπη που είπαμε πως είχε ο Κωσταντίνος στους ψηφιδοζουγράφους την είχανε στ' αλήθεια τον καιρό εκείνο σ' όλους τους μαστόρους της τέχνης. Και σημαίνει αυτό πολύ, επειδή μας αποδείχνει πόσο σπουδαίο στοιχείο της βυζαντινής ζωής είταν η τέχνη. Σε κάθε τελετή είχε ξέχωρη τιμητική θέση ο ζουγράφος και παρουσιαζότανε λαμπροφορεμένος.

Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες 315 που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου.

Η θεια το Γιαλινάκι επήγεένα ξάδερφό της, που ήτον κάπως μεγάλος και τρανός, ανώτερος υπάλληλος του Κουβέρνου, κι' αυτός την ορμήνεψε να βάλη μαστόρους να ξεσκεπάσουν το σπίτι, για να την αφήση να πεθάνη απ' το κρύο, κι' από το άλλο μέρος, να του κάμη το σπίτι απάνω του, &οικονομικά&, καθώς το ξανάλεγε ύστερα η θεια Μορισίνα.

Να κόψουμε μια λεύκα. — Να πάρουμε φλαμούρι να κάμουμε καράβι. — Να βγάλουμε από τον πεύκο τ' Αλπάνη την καρίνα και τα στραβόξυλα. — Εσύ θα είσαι μαραγκός, κ' εγώ πρωτομάστορας. — Βρε! καλώς τους μαστόρους, ηκούσθη έξαφνα μία φωνή. Ο Παλούκας είχεν εξορμήσει, τρίτην ή τετάρτην φοράν από την κρύπτην.

Είτα επρόφερε: — Να με σχωρέσης! — Σχωρεμένη και βλοημένη νάσαι, είπεν εν εγκαρτερήσει η πρώην Κουμπίνα. Θα στείλω μαστόρους να το μερεμετίσουν, ό,τι χρειάζεται, σήμερα. Και σε περικαλώ, όσο μπορείς, να τάχης καλά με την Κουμπίνα. — Εγώ θα τάχω καλά με την νέαν Κουμπίνα, όπως τα είχα και με την Λελούδα, απήντησεν η απλή ψυχή.

Μ' όλη μου την κούρασι πήγα στο βουνό και σου μάζεψα λίγα ραδίκια. Με τι θα τα βράσω; Τα δάχτυλά μου νανάψωΚαι βλαστήμησε από μέσα της. «Δίκηο έχεις, γυναίκα, της λέω. Η τύχη μας τώθελε. Στάσου να πάω ως κάτω τον ταρσανά να μαζέψω τίποτε ροκανίδια». Παίρνω το τσουβάλι στον ώμο και τραβάω νηστικός. Ο συχωρεμένος τριγύριζε απάνω κάτω, φουσκωμένος σα γαλί, κι' απόπαιρνε τους μαστόρους.