United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί που ο Χρυσόστομος ανέβαινε στο μεγαλήτερο ύψος της ευγλωττίας του και στον τελειότερο βαθμό της τέχνης του είναι σαν έβαζε ομπρός τις σύχρονές του γυναίκες, που όσο πιο αρχόντισσες, άλλο τόσο πιο ακόλαστες και μάταιες. Ακολουθώντας τους λόγους του βρίσκουμε μέσα στα στολιστήρια τους αράδες αλάβαστρα γεμάτα πολύτιμα μύρα, φκιασίδια και κοκκινάδια.

Στη χώρα πάλι, αν είναι λιγάκι απόνετες οι αρχόντισσες, είναι λιγάκι ξέννοιαστες κ' οι γειτόνισσες. Η φτώχεια τους βρίσκει πόρεψη. Α ζούσε στη χώρα η μαυροφόρα μας, γλήγορα θάβρισκε καρδιές να την πονέσουνε. Μα αυτά είναι του πολιτισμού πράματα. Εδώ πάντα βρίσκουμε την αρχόντισσα σπλαχνική, τη γειτόνισσα τίμια και συμμαζεμένη. ... Φωνές ακούγω κάτω. Ήρθε ο άρχοντας.

Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. 295 Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω.

Η ίδια. Οι δυο γειτόνισσες βγαίνουν από την πόρτα της Πιπινιώς. Περμ. Ανάθεμά σε παλιογλωσσού, που πήρες έτσι στο λαιμό σου το παινεμένο μας το κορίτσι. Και δεν είδες πως κλείστηκε μέσα δίχως μήτε ματιά να του ρίξη; Έτσι μου θάρρεψες πως είνε σαν τη μούρη σου κ' οι αρχόντισσες!

Και το θλιβερώτερο, που όλες οι κοκκώνες της Αυλής, όλες οι μεγάλες οι αρχόντισσες μαζεύτηκαν από το ενάντιο κόμμα! Πάμπολλες πλούσιες χήρες είταν ξεφρενιασμένες μαζί του που δεν τις άφινε ήσυχες να πασαλείβουνται με τ' αγαπημένα τους τα φκιασίδια. Πήρε τέλος φωτιά κ' η Ευδοξία, που αν κι όμορφη, προσπαθούσε κι αυτή να καλλιτερεύη την ομορφιά της.

Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες 315 που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου.

Δεν άφινε μήτε μέγαρα, μήτε φαγοπότια, μήτε ιπποδρόμια, μήτε τις αρχόντισσες που γυρίζανε τους δρόμους μ' αρίθμητους δούλους κ' ευνούχους κατόπι τους· μα και τους φιλοσόφους τους έλουζε κατά πώς τους άξιζε, ιστορώντας ταγέρωχό τους στάσιμο, τις γενειάδες, και τάλλα στολίδια τους που τα γνωρίζουμε κι από τον Εθνικό το Χρυσόστομο, το Λουκιανό.

Μόλις όμως έκλεισε κ' ενώ ακόμα εμουρμούριζε για το τραγούδι των νέων, έτριξε η πόρτα του διπλανού δωματίου κ' εφάνηκε η μάννα του. Ψηλόκορμη κι απλά ντυμένη, με στάση και βάδισμα περήφανο, θύμιζε τις παλιές αρχόντισσες ή της άτυχες βασίλισσες των παραμυθιών. Όλα της έδειχναν πως κρατούσε από αρχοντόσπιτο και πως ήταν παράμορφη στα νιάτα της.