United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άνναν, ήτις δεν απείχε πολύ, και ήτο κι' αυτή, κατά δεύτερον λόγον, &γειτόνισσά του&, όπως εκαυχάτο ο αιπόλος λέγων ότι την Αγία Αναστασία «την είχε γειτόνισσα». Αλλ' ο αγαθός ιερεύς δεν έπειθεν ο ίδιος τον εαυτόν του ότι ηδύνατο ακατακρίτως να λειτουργήση και εις την Αγίαν Άνναν.

Αφέντη στο κεφάλι μου; Να τσακιστής γρήγορα να φύγης, μη σου τσακίσω το ξερό σου. Ο Κυρ-Νικολάκης τα χρειάστηκε. Έκαμε να την καλοπιάση. — Μη συχύζεσαι, γειτόνισσα. Καλέ, έτσι χωρατεύω εγώ, δε με ξέρεις; «Ον αγαπά Κύριος, παιδεύει..» Και για να την καλοπιάση τη χάιδεψε στο μάγουλο. Τότε ήταν που ήταν.

Ένα-δυο αγριολούλουδα απόμειναν ολόγυρα σταπορριχμένο χώμα που ξανασκέπασε τον ανοιγμένο λάκκο. . και τρεμοπαλεύανε στον άνεμο. . . Να δης, Κυρά γειτόνισσα, που πριν τους έξη μήνες, θάχουμε καινούργια παντρολογήματα-είπε η Ευρυδίκη στη Χαρζανοπουλίνα, καθώς περνούσε η συνοδεία απ’ τη γέφυρα του Νεκροταφείου-βράδυ πια από δυο-τρεις μαζί, σκόρπιοι εδώ κ' εκεί. . . Και πως το λες αυτό Κερά μου ; Μη σου πέρασε η ιδέα πως θα σου κάνουμε χαλάστρα ; Εγώ τις κόρες μου δεν τις έχω για τον τυχών. . κι ούτε ψοφούμε γι' άντρα σαν κάποιες άλλες, λυσσασμένες. . Είπα εγώ τίποτα; άλλο πάλι τούτο ! γι' άλλο πράμα πήγαινα να σου μιλήσω: μα όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται ! Αυτό που σου λέω 'γώ! κ' εμείς άχερα δεν τρώμε ! Εγώ, Κερά μου, σε βλέπω και σ’ ακούγω κι ας κάνης την όσια Μαρία -και μη θαρρής πως δε μαθεύουνται. . Σα βάζη κανείς τη μύτη του παντού μυρίζεται και τις πομπές του- . . μόνο να κυττάξης να τα τριτώσης γλήγορα, γιατί όσο περνάει η μπογιά σου. . . Μαμά ! έλα πάμε σπίτι, γιατί δεν τις ανέχομαι τις προστυχάντσες φώναζε η Μπιμπίκα που είχε τα νεύρα πολύ «λεπτότατα». . . . . Και τραβήξανε, μάννα και κόρες, μπροστά με φούργια σαν τρεις ξυλόκοττες ερεθισμένες. . . Τι έπαθαν αυτές οι κανκάγιες και ξεφωνίζουνε-γύρισε κ' είπε ο μάστορας του Νίκου που πήγαινε μπροστά μαζί του και τούλεγε για κάτι μαόνια που τα περίμενε τούτη τη βδομάδα ναρθούν από το Τριέστι. . . Γυρίσανε στο σπίτι η θεια Ελέγκω με τη Λιόλια και με μια γειτόνισσα, τη γυναίκα του Κυρ Γιώργη του Καψοκέφαλου, του παπλωματά.

Πολλαί μητέρες εζήλευσαν την γραίαν διά την τόσην τύχην της. Πολλαί παρθένοι εφθόνησαν την Θωμαήν διά το τόσον ριζικόν της. — Φτωχούλα ήταν, έλεγον. Ένα σπιτάκι μόνον είχε και ένα αμπελάκι· μα είχε μοίρα και ριζικό! — Τι καλός ο Λαλεμήτρος, τι χρυσός, τι μαλαματένιος! Σαν την χρυσή καδένα του, γειτόνισσα, χρυσός, μάλαμα, γειτόνισσα, ο Λαλεμήτρος.

Και η γραία Παντελού ήτο απαρηγόρητος, λέγουσα ότι δεν ήθελε «να χάση την νυφούλα της, όπου την είχε 'μόσιμοΚαι η γειτόνισσά της η Περμάχου ηγωνίζετο να την παρηγορήση επαναλαμβάνουσα ότι «θα φάη κι' άλλη ψωμί!».

Ο Καλόγερος τα έχασε — «Μεθυσμένος είνεεμουρμούρισε. Κ' εγυρευε ευκαιρία να τραβηχτή σιγά σιγά, χωρίς να τονε καταλάβουνε. Σε λιγάκι ο 'γουμενος άρχησε κουβέντα τρυφερή με την γειτόνισσά του και αρκετά δυνατά για ν' ακούση ο Άνθιμος· είχε πολύ ζεσταθή φαίνεται, είχε πάρη πολύ θάρρος και δεν τον έμελε. Αυτή τη φορά ο καλόγερος αγρίεψε.

Ούτως ο Σατανάς παρασύρει εις την παγίδα της αμαρτίας τον άνθρωπον. Και η στρυφνή γειτόνισσα παρ' ολίγον με την θνητήν παρατήρησίν της, παρ' ολίγον να ρίψη εις τα δίκτυα της αμαρτίας την ενάρετον Γερακούλαν, ης το στόμα ουδέποτε έπαυσε να επικαλήται τον Κύριον, και ης η καρδία ουδέποτε έπαυσε να ελπίζη εις τον Θεόν.

Και όταν πάλιν η γραία πονηρά γειτόνισσά της, απόξω-απόξω, διά να μάθη, ωμίλει περί υπανδρείας προς την Γερακούλαν και ότι τάχα πώς θα ημπορέση σ' αυτόν τον δύσκολο καιρό να υπανδρεύση τέσσαρας θυγατέρας, — είχε και αυτή μίαν μόνην θυγατέρα κ' έκλαιε και ωδύρετο — η Γερακούλα απήντα πάλιν περιχαρής: — Έχει ο Θεός!

Την ημέραν, την οποίαν ο συμβολαιογράφος προσδιώρισεν, αι τρεις εγγοναί ευρέθησαν εις το συμβολαιογραφείον· ήτο εκεί και ο εργαλειός και μία γειτόνισσα φιλενάδα της μακαρίτισσας ήλθε και αυτή, πρόθυμος να βοηθήση τα κορίτσια εις ό,τι ήθελον χρειασθή.

Παρετήρησε τότε, και ούτε είνε καλά τυλιγμένη εις το μασούρι. Αμέσως έφερεν η γειτόνισσα όλα τα μασούρια και μόνη της εδιάλεξεν ένα με την πειο ίσια, με την πειο γερή κλωστή, το επέρασεν εις την σαΐταν της. Αλλά, δύο τρεις, τέσσαρες φορές η κλωστή έσπασε, και ούτε ένα δάκτυλο πανί δεν είχε ακόμη υφασμένο. Ας δοκιμάση η δευτέρα, είπεν ο συμβολαιογράφος.