United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και έσκυψε κάμποσο για να μπη μέσα ένας χωρικός, σαραντάρης άνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ο γνωστός Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος για την αφοβία και για την τέχνη του να γελά την εξουσία. Είχε μαζή του έναν βοηθό και το παιδί του, το Βαγγελάκι. — Πολύ αργήσατε, είπεν ο γούμενος. — Δε λες πως ήρθαμε! είπεν ο χωρικός. — Πώς μαθές; αρώτησεν ο γούμενος.

Ήλθε και μας ανέβασε προς τα επάνω, και μας ωδήγησεν εις την Παναγίαν την Κεχριάν. Ο Γούμενος, νεαρός ρασοφόρος, τον οποίον είχε στείλει ο νεοχειροτόνητος Επίσκοπος, είχε κοιμηθή, αφού έκαμε τον εσπερινόν, διαρκέσαντα ως την δεκάτην ώραν. Ήτο παρά μικρόν μεσάνυκτα, όταν εφθάσαμεν. Ο Γούμενος δεν εγνώριζε τα παλαιά έθιμά μας, και δεν τα ησπάζετο.

Εζήλεψα την ψυχάλα την ψεσινή κ' εστοχάστηκα σήμερα να βάλω χέρι, γιατί ετούτος ο πάσπαρος έχει να με χαλάση, βρε παιδί· μοναχή πέτρα το αθεόφοβο! — Επήε με αγώι στη χώρα. Και κάτι ως εδώ; — Δεν ειξέρω κ' εγώ ήντα κάνω, μπάρμπα. Είμαι ζαλισμένος κ' επήρα δρόμο. — Πώς μαθές; — Για τη δουλειά που ξέρεις. Ο 'γούμενος δε μ' αφίν' ήσυχο· ο Κοντοπάνης πάλι τα δικά του και μην αρωτάς.

Ο 'γούμενος έκλεισε την πόρτα την εσφάλισε με τον ξύλινο μοχλό, έπειτ' ανέβηκε στο 'γουμενηιό, άναψ' ένα φαναράκι κ' επήγε ίσια στο μαγαζί και το εκλείδωσε· έπειτ' ανέβηκε να ησυχάση.

Ο πατέρας της Αννέζας είνε τόσο εξαγριωμένος, που αν ο 'γούμενος δεν αφήκη ήσυχο τον γαμπρό, θα κάμη μεγάλα πράμματα. Έχει φίλο και το Δήμαρχο και θα λάβη τα μέτρα του, δε θ' αφήκη να του πάρουνε τον Κεριάκο. Τη στιγμή εκείνη εφάνηκε ο 'γούμενος και η ομιλίες επαύσανε.

Ο ολίγος κόσμος, όστις είχεν οδοιπορήσει προς τα εκεί διά να εορτάσητριάντα περίπου ευλαβείς οικοκυράδες, και άνδρες δέκα ή δεκαπέντε, και άλλα τόσα παιδία, είχαν υπάγει διά ν' αγρυπνήσουν· άλλως, ποίος θα εκόμιζε ρούχα διά να κοιμηθή; και ποίος θα επήγαινε διά να κοιμηθή εν υπαίθρω; Ο Γούμενος είχε κοιμηθή στο κελλί.

Κι όταν ο γούμενος έβγαλε κ' έδειξ' εκεί μπροστά ασημένιες μονέδες και στολίδια μαλαματένια που ξέθαφτε κάποτε από τα μνήματα των χαλασμάτων π' άνοιγε τακτικά, σαν το θεριό των λόγγων της Αραπιάς, είδα τους καϋμένους χωριάτες να βγάζουν από τες λερωμένες κι αχαμνές σακκούλες τους μετζίτια ολάκερ' ασημένια και τάλλαρα και να τ' αλλάζουν με τα παλιά κείνα λείψανα, μόνο και μόνο για να τα κρεμάσουν σα γκόλφι και φυλαχτό μαζύ με τους σταυρούς και τα κωνσταντινάτα απάνω στα φέσια και στα χαϊμαλιά των μικρών παιδιών τους.

Γέροντα, τ' είναι πώπαθες!.. Ανάθεμα την ώρα Που ο Γούμενος τ' Άη Γιαννιού από την Αρτοτίνα Το λαμπριάτικο τ' αρνί, θυμήθηκε να στείλη. Και τρις ανάθεμά τηνε την ώρα που οι συντρόφοι Σου εδείξανε την πλάτη του!.. Πες μας τι γράφ' η μοίρα; Εστρώθηκαν ’ς τη χλωρωσά τριγύρω ’ς το Διαμάντη Ο Λάμπρος κ' οι συντρόφοι του.

Σαν ήκουσαν αυτό ο 'γούμενος και ο παππά Κρητικός, επήραν και οι δυο τον Κεριάκο από της μασχάλαις και τον πήγαν στην άλλη κάμαρα. Ο 'γούμενος ήγνεψε του Σερέτη κι' αυτός εσηκώθη, επήρε τον γαμπρό, που ετρίκλιζε, και τον έβαλε στη μέση. Η νύφη έτοιμη εστάθηκε δίπλα του· ο Κεριάκος σαν την είδε, της έπιασε το χέρι και της είπε με φωνή μεθυσμένου και μ' ένα κουτοχαμόγελο.

Έκαμε κάθε τρόπο ο 'γούμενος να τον ξαναφέρη στα νερά του, είχε όμως να κάμη με χαραχτήρα διαμαντένιο, αλύγιστο και η πονηριές του σαν νερό, έσπαναν κ' εσκορπιόνταν ανίσχυρες απάνω στον ακλόνητο βράχο της αρετής του καλόγερου. Και τώρα ο καλόγερος δε βρίσκεται στο Μοναστήρι και όλοι θυμούνται τον χαραχτήρα και τα λόγια του, χωρίς κανένας να έχη το θάρρος να τονε μιμηθή.