United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αντίς την πρώτη ταραχή Οπού μας φέρει στην αρχή, Τελιόνει κάθε θιάμα, Συνηθισμένο πράμμα. ΜΥΘΟΣ ις'. Τρία ζώα ανταμομένα Σ' έναν Γάιδαρο βαλμένα Κάπιος είχε ξεκινήση Σε μια χώρα να πουλήση. Στη ζερβιά από το σαμάρι Ενα ήμερο Κριάρι, Και μια Αρνάδα από τη δέξια Φορτομένα είχ' επιδέξια Αποπάνω και στη μέση Δίπλα πάλι είχ' αποθέσει. Γουρουνόπουλο θρεμμένο, Μ' αλαφρό σκοινί δεμένο.

Τον κόσμο χαλάνε στην πίσω την ενοριά. Στεφ. Είμαι για ταξίδι και γω. Και γω για τη χώρα. Πάμε μαζί. Πόσα είνε ταγώγι σου; Κερ. Αφεντικό, παζάρια δεν κάνω. Το ξέρεις το ζω μου. Σαν κοκκώνα πηγαίνει. Παραπάτημα τι θα πη δεν το ξέρει. Είν' από σόγι κι αυτό. Ο κύρης του είταν ο μεγαλήτερος γάδαρος του χωριού. — Στάσου ανάθεμά σε, παλιοψοφήμι! — Παζάρια δεν κάνω, αφεντικό.

Ο μοναδικός αδελφός του πατέρα μου βασίλευε σε μια γειτονική χώρα, και είχε δυο παιδιά, μια κόρη και ένα γιό, ίδια ηλικία με μένα. Καθώς μεγάλωνα και μου επιτρεπόταν μεγαλύτερη ελευθερία, πήγαινα κάθε χρόνο επίσκεψη στην αυλή του θείου μου, και συνήθως έμενα εκεί περίπου δυο μήνες. Λόγω αυτού ο ξάδελφος μου και εγώ γίναμε στενοί φίλοι και είμαστε πολύ δεμένοι.

Η κοκώνα της χώρας τα θέλει τα δάκριά της να τα χύση στο θέατρο. Δεν της μένουνε για ζωντοχήρες και για χαροκαμένες. Στη χώρα έχει ανοιχτά μαγαζιά, και πηγαίνει όποιος θέλει και βρίσκει το Ψυχικό. Στο χωριό τέτοια μαγαζιά δεν έχει. Πηγαίνει η φτωχή στης αρχόντισσας, της δίνει τον πόνο της, και παίρνει ένα κομμάτι ψωμί.

Πούτον αυτό το παιδί, κέτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος; Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακρυά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οι φιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν.

Εν Αγγλία, τη χώρα εν η κατ' εξοχήν ανθεί το φιλολογικόν τούτο είδος, αι βιογραφίαι, συντάσσονται σχεδόν πάντοτε επί τη βάσει του ημερολογίου του βιογραφουμένου και των επιστολών αυτού . Δυστυχώς ο Εμμανουήλ Ροΐδης δεν εκράτει ημερολόγιον του βίου του ή μάλλον ταχέως έπαυσε να κρατή τοιούτον· εκ δε των επιστολών του παρ' όλους τους καταβληθέντας κόπους δεν ανεύρομεν, εκτός της ήδη δημοσιευθείσης αλληλογραφίας του μετά του Αριστοτέλους Βαλαωρίτου, ειμή δυο επιστολάς του προς τον κ.

Ευρίσκετο εις το Βυζάντιον όταν είπον ενώπιόν του ότι οι Καλχηδόνιοι ίδρυσαν αποικίαν εν τη χώρα δεκαεπτά έτη προ των Βυζαντίων. «Ήσαν λοιπόν τυφλοί, ανέκραξε· διότι αν δεν ήσαν τυφλοί, πώς εξέλεξαν τον ασχημότερον τόπον, ενώ ηδύναντο να κατοικίσωσι τον ωραιότερον;» Ο Μεγάβαζος λοιπόν αφεθείς στρατηγός εις την χώραν των Ελλησποντίων, υπέταξεν όλους τους μη μηδίζοντας.

Να σου πω, έτσι νάχωμε καλά Χριστούγεννα, είπον οι ποιμένες, μπορεί νάναι αλήθεια. Αυτό το καράβι για να νομίζη πως εδώ είνε η χώρα για να δώση ς' το παιδί ένα τάλλαρο ολάκερο, κάτι τρέχει. — Θεια Μυγδαλίτσα! εφώνησεν ο παις προς την ταχέως φεύγουσαν γραίαν, υψών την φωνήν του, διά να ακουσθή. Σαν είνε αλήθεια, να με φωνάξης να τραγουδήσω τα Χριστούγεννα.

Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Σ' αυτές, εννοείται, ήτο και το Βαγγελιό. Τα κορίτσια με ρωτούσαν πώς πέρασα στη χώρα. — Και δεν ανεζήτηξες το χωριό; μούπε μια. Με το κεφάλι έκαμα ναι, αλλά τα μάτια μου στράφηκαν στο Βαγγελιό. Αυτό το κίνημά μου τώδαν τα κορίτσια και μια ξεφώνησε: — Μπρε τον πονηρό! Είδετε την αμματιά που τσ' ήρριξε; Γέλασαν κι' αυτή πούκαμε ταναφώνημα είπε στην αδερφή μου: — Άκου τα συ.