United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα δε αυτά τα έκαμε διότι επεθύμει να μορφώση τους πολίτας και τοιουτοτρόπως να άρχη λαού όσον το δυνατόν καλύτερον ανεπτυγμένου, επειδή είχε την γνώμην, ως καλός και ενάρετος άνθρωπος, ότι δεν έπρεπε να φθονή τους άλλους διά την γνώσιν των και να κρατή την σοφίαν ως αποκλειστικόν ιδικόν του προτέρημα.

Το βέβαιον είναι ότι Κυριακήν τινα είδον τον Μπάρμπα-δήμαρχον, μάννα και κόρη, να κρατή εις τας χείρας του έν παλαιόν φλωρίον. Πλην δεν υπώπτευσαν τίποτε.

Την ερχομένην ημέραν όταν υποκάτω εις τον ίσκιον ενός δένδρου ανεπαυόμουν, ιδού βλέπω όφιν πτερωτόν και ήρχετο προς με με την γλώσσαν έξω, ωσάν να εζήτει βοήθειαν και με το κεφάλι χαμηλόν και δακρυρροών και βλέπω να τον κρατή από την ουράν ένας άλλος όφις πτερωτός πολύ μεγαλύτερος διά να τον καταφάγη· πρώτον εφοβήθην, αλλ' η ανάγκη με έκαμε να λάβω τόλμην.

Αν δε τυχόν κανείς δεν πείθεται εκουσίως, κρατή δε τον εαυτόν του ξένον και ακοινώνητον μέσα εις την πόλιν και μένων άγαμος φθάση εις το τριακοστόν πέμπτον έτος της ηλικίας του, ας πληρώνη πρόστιμον κατ' έτος, και, εάν μεν ανήκη εις το ανώτερον τίμημα, ας πληρώνη εκατόν δραχμάς, εάν δε εις το δεύτερον, εβδομήντα, εάν δε εις το τρίτον, εξήντα, εάν εις δε το τέταρτον, τριάντα.

Και από την χαράν του εχόρευεν ο γέρων στρέφων γύρω- γύρω και το τσιμπούκι του, όπερ έτυχε να κρατή εις χείρας, ως ξιφομάχος γυμνασμένος· και ανεγίνωσκε πάλιν το γράμμα έξαλλος.

Ας αφήσωμεν τα όπλα· ας συνάψωμεν πάλιν τους δεσμούς της φιλίας τους ενούντας τα δύο κράτη. Εάν θέλης, εύκολον είναι να σβεσθή η πυρκαϊά αυτή πριν ή εκταθή καθ' όλην την Περσίαν». Αλλά και πάλιν ο τύραννος δεν ενέδωκε. Προς μεγίστην θλίψιν και αγανάκτησιν των οικείων του ο Χοσρόης μη δεχόμενος την ειρήνην υπέγραφε την καταδίκην του.

Δεν επέρασαν πολλά χρόνια και ο Ρούντυ έγινεν ευσταλής αιγάγρων κυνηγός· ή τ α ν ε α π ό α υ τ ό τ ο π α ν ί, έλεγεν ο θείος· και αυτός τον εδίδαξε να κρατή το όπλον και του έμαθε σημάδι και σκοποβολή· τον έπαιρνε μαζί του εις το βουνό, όταν ήτο καιρός του κυνηγίου και τον συνεβούλευσε να πιη ζεστό αίμα αιγάγρου, γιατί αφαιρεί από τον κυνηγόν τον ίλιγγον· τον έμαθε ακόμη να διακρίνη τον καιρόν, οσάκις επάνω εις τα διάφορα βουνά τυχαίνει να κυλίωνται αι χιονοστιβάδες, το μεσημέρι ή το βράδυ, αναλόγως των περιστάσεων βέβαια, που αι ακτίνες, του ηλίου επιδρώσιν εις αυτάς.

Επομένως με κάποιαν επιθυμίαν τους δεσμεύει, καθώς φαίνεται, και όχι με ανάγκην, αφού τους δεσμεύει με τον μεγαλήτερον δεσμόν. Ερμογένης. Έτσι φαίνεται. Σωκράτης. Και λοιπόν αι επιθυμίαι πάλιν δεν είναι πολλαί; Ερμογένης. Μάλιστα. Σωκράτης. Επομένως τους δένει με την μεγαλητέραν από όλας τας επιθυμίας, αφού πρόκειται να τους κρατή δεμένους με τον μεγαλήτερον δεσμόν. Ερμογένης. Ναι. Σωκράτης.

Τέτοια είνε αυτή, τέτοια, επέμενεν η γραία, αγωνιζομένη να κρατή την νέαν γυναίκα υποχείριον, διότι εφοβείτο μη αύτη μεταπεισθή. Το παίρνεις στην ψυχή σου, γρηά; επανέλαβεν ο ξένος. — Στην ψυχή μου και στη συνείδησί μου, απήντησεν η Εφταλουτρού, θέτουσα δραματικώς την χείρα επί του στήθους.

Κι ωσάν αγάπη λίγη πια εδώ να την κρατή, ποθεί μακριά να φύγη κι αυτά να πάη να βρη. Γλυκέ φίλε, συχνά δε φεύγει μέρα που ο καημός σου στο νου μου δεν περνά, έχεις γεμίσει τόσο τον αέρα που γύρω μας ανάσανες τερπνά, ώστε ο καιρός να μην μπορή να σβήση το γοργοπέρασμά σου ό τι έχει αφήσει.