United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξ όλων των Ιταλών αποίκων διασκεδαστικότατος ήτο βεβαίως ο πρώην γαριβαλδηνός λοχίας Γιαμβατίστας, ο προτιμήσας παντός άλλου το επάγγελμα σαλτιβάγκου ή θαυματοποιού, το οποίον μετήρχετο επί της πλατείας, ακριβώς αντικρύ του Λυκείου προς μεγάλην των υποτρόφων χαράν. Τον θίασον απετέλουν ο ρηθείς Γιαμβατίστας, ο δωδεκαετής υιός του Κάρλος, και μεγαλόσωμος σγουρόσκυλος (barbet) φέρων το όνομα Πλούτων. Τα θαύματα του θιασάρχου, αι λαθροχειρίαι πεσσών, αι σφαιροβολίαι, αι πυραμίδες και αι καταπόσεις φλεγόντων ανθράκων ήσαν εκ των συνηθεστάτων, και έτι κοινότερα του υιού αυτού τα θ α ν ά σ ι μ α π η δ ή μ α τ α (salti mortali), ο χορός μεταξύ αυγών και αι εξαρθρώσεις. Πολύ μάλλον τούτων είλκυε την περιέργειαν και τα πεντάλεπτα των Συριανών ο σκύλος, ζητωκραυγάζων ή μάλλον κητωγαυγίζων υπέρ του Γαριβάλδη, ήτοι προ πασσάλου ενδυθέντος κόκκινον χιτώνα, ή ορμών, να σπαράξη τον Ιησουίτην ή τον Ραδέσκην, τον αυτόν δηλ. πάσσαλον φέροντα μαύρον ράσον ή ασπρόχρυσον στολήν και πίλον πτερωτόν αυστριακού στρατάρχου. Ακόμη νοστιμότερος ήτον όταν όρθιος επί της τραπέζης και έχων επί κεφαλής αρχιερατικόν διάδημα εκ χρυσοχάρτου εμιμείτο τον Πάπαν Πίον Νόννον, ευλογών διά των εμπροσθίων ποδών του τα πλήθη των πιστών, και εξ ίσου διέπρεπεν εις την λεγομένην Κ ρ ί σ ι ν τ ο υ

Όλον το πτερωτόν, το πτιλωτόν και τριχωτόν τούτο γένος ετρέφετο και υπηρετείτο δαπάνη ιδιαιτέρου προϋπολογισμού, ανερχομένου εις ικανάς χιλιάδας λιρών, τον οποίον παρουσίαζε κατά μήνα ιδιαίτερος υπάλληλος, φέρων τον τίτλον Επιμελητού των ζώων, εις την αυτού εξοχότητα τον βαρώνον Κούστε.

Τούτο είνε σύνηθες εις τους ταπεινούς τον χαρακτήρα, ένεκα της ψυχικής των χυδαιότητος• και όταν δηλαδή η τύχη χωρίς να το ελπίζουν τους αναβιβάση αίφνης εις πτερωτόν και μετάρσιον όχημα, δεν αρκούνται εις την ευτυχίαν την οποίαν απέκτησαν, ούτε προσέχουν και εις τα κάτω, αλλά διηνεκώς προσπαθούν να ανέλθουν υψηλότερα. Λοιπόν παθαίνουν ό,τι ο Ίκαρος.

ΡΩΜΑΙΟΣ Ομιλεί. — Ομίλει, ομίλει, άγγελε λαμπρέ! — Μου έλαμψες ‘ς το σκότος, καθώς οπόταν ο θεός εις τους ανθρώπους στέλνει τον πτερωτόν του μυνητήν απ' του ουρανού τα ύψη, κι αναστηλόνουν έκθαμβα οι άνθρωποι τα μάτια, και γέρνουν τα κεφάλια των οπίσω, να τον βλέπουν, που κάθεται ‘ς τα σύννεφα τα αργοκινημένα και αρμενίζει υψηλά ‘ς τους κόλπους του αιθέρος! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ρωμαίε, ω Ρωμαίε!

Μη να τον εύρη δεν 'μπορεί; — Όχι· δεν είναι τούτο·είναι χωλή· κι’ ο Έρωτας, υπομονήν δεν έχει, και θέλει ταχυδρόμους του τους στοχασμούς, που τρέχουν δέκα φοραίς πλέον γοργοί από ακτίνα ήλιου, όταν τους ίσκιουςτα βουνά τα βουρκωμένα διώχνη· και διά τούτο πτερωτόν τον Έρωτα τον έχουν, και περιστέρια τον τραβούν, και φεύγει 'σαν αέρας. — Έκαμ' ο Ήλιος το μισόν ημεροκάματόν του κ' ευρίσκεταιτου δρόμου του την κορυφήν φθασμένος.

Το Τελώνιον χωρίς άλλην απόκρισιν μεταμορφωθέν εις δράκοντα πτερωτόν, αρπάζοντάς με με μεγάλην ορμήν με εσήκωσεν έως τα σύννεφα, που μου εφάνη η γη ωσάν ένα κρεμμύδι· έπειτα με την ιδίαν ορμήν με κατέβασεν εις την κορυφήν ενός βουνού, και εκεί αφού με μετεμόρφωσεν εις το σχήμα της μαϊμούς, έγινεν άφαντον.

Την ερχομένην ημέραν όταν υποκάτω εις τον ίσκιον ενός δένδρου ανεπαυόμουν, ιδού βλέπω όφιν πτερωτόν και ήρχετο προς με με την γλώσσαν έξω, ωσάν να εζήτει βοήθειαν και με το κεφάλι χαμηλόν και δακρυρροών και βλέπω να τον κρατή από την ουράν ένας άλλος όφις πτερωτός πολύ μεγαλύτερος διά να τον καταφάγη· πρώτον εφοβήθην, αλλ' η ανάγκη με έκαμε να λάβω τόλμην.

Μειδίαμα γλυκύ εν τη πικρά μοναξία. Ελπίς ότι εγγύς που ο κόσμος. Αφορμή μελέτης διά τον σοφόν. Έμπνευσις διά τον ποιητήν. Δουλειά διά τον άεργον. Παραμυθία διά τον ναύτην, όστις επακουμβών επί της κωπαστής συνάπτει άφωνον διάλογον με τον λευκόν πτερωτόν του σύμπλουν. Ναύτης προς ναύτην. Θαλασσοδαρμένος προς θαλασσοδαρμένον. Γλάρος προς γλάρον. Και πετούν ενίοτε υψηλά.