United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά, την διέκοψεν ο πατέρας, είπες ότι θα εύρισκες ένα ολόχρυσο φόρεμα; — Πώς χαίρομαι, πατέρα μου, διότι δεν το ηύρα. Με βάρκα είχα επιθυμήσει να σ' εύρω. Αλλ' ο πατέρας εβγήκε πάλιν έξω και εζήτησε κατά γης. — Εδώ είνε και το φόρεμα, εφώναξε, να το· και εσήκωσεν υψηλά ένα κασσελάκι.

Οπωσδήποτε ο θυμός έκοψε το νήμα διά του οποίου εσχεδίαζε να έλθη εκ του φαγητού εις τα περί του συνοικεσίου του, ώστε απετελείωσε το πρόγευμά του εν σιωπή. Αλλ' ότε η Φλουρού εσήκωσεν από την τράπεζαν τα πινάκια, ανεκάλυψεν αίφνης νέαν αφετηρίαν προς έναρξιν των εκμυστηρεύσεών του. Παρετήρησε διά πρώτην φοράν μίαν παλαιάν τρύπαν εις το τραπεζομάνδηλον.

Ο Καλίφης δεν είχε χορτασμόν από την όρεξιν που είχε να το θεωρή, και να αισθάνεται εκείνες τες ευωδίες· και ευθύς επήρεν από έμπροσθέν του εκείνο το δένδρον, και ο Καλίφης έμεινε συγχισμένος που το εσήκωσεν έτσι ογλήγορα, εις καιρόν που είχε την ευχαρίστησιν να το θεωρή, και στοχαζόμενος έλεγεν· άρα γε να εφοβήθη να μη του το ζητήσω να μου το χαρίση και το εσήκωσεν, και αφ' ότι βλέπω τούτος είναι ένας άνθρωπος, που δεν ειξεύρει την διάκρισιν και την ευγένειαν, καθώς το εστοχαζόμουν.

Με έν βλέμμα η Σεραΐνα ενόησεν άμα είδε τον Κουμπήν. Ούτος εσήκωσεν ήδη την χονδρήν και σιδηροκέφαλον ράβδον του εναντίον της Λελούδας. — Παληοβρώμα!... Η Σεραΐνα έπεσεν επάνω στην ράβδον, εις τα γόνατά του, εις τους πόδας του. — Έλεος, Κουμπή, έλεος! Δεν το ήθελεν η καϋμένη. Λάθος έκαμε, επάνω στη βία της, στη σαστιμάρα της. Δεν επήρε ακόμη τα χούια σου, τα συστήματά σου, Κουμπή.

Ήταν ο καπετάν Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από πάνω τους. Ετινάχθηκαν και οι δυο ντροπιασμένοι. — Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου! Και με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να τον ακολουθήση το Λενιώ.

Να εξακολουθήσωμεν; Ο αναγνώστης μαντεύει την συνέχειαν. Οι άγγελοι των αποτελεσμάτων γίνονται ολονέν σπανιώτεροι. Οι γραμματείς αρχίζουσι να νυστάζωσι και απέρχονται ο είς μετά τον άλλον, λέγοντες πού και πού εις τον υποψήφιον· Να ιδούμε και τα χωριά, . . . το πρωί! Τα χωριά θα μας σηκώσουν! Και μεταβαίνουσι κατά πάσαν πιθανότητα εις άλλου υποψηφίου οικίαν, ον εσήκωσεν ήδη η πόλις.

Και όταν ανεχώρησαν, ήλθε το όρνεον Ροκ και με εσήκωσεν έως εις τα σύγνεφα· έπειτα κατεβαίνοντας με απόθεσεν εις ένα βουνό.

Ο βασιλεύς βλέποντας το κακόν και την φθοράν που εγίνετο εις τον λαόν από αιτίας της μεγάλης ευμορφιάς της θυγατρός του, απεφάσισε να την κρύψη εις το εξής από τα μάτια του λαού, διά να μη γίνεται τέτοια φθορά και σύγχυσις· και ευθύς επρόσταξε πλέον να μη έβγη η θυγατέρα του από το παλάτι· και με τούτον τον τρόπον εσήκωσεν από τον λαόν την αιτίαν της συμφοράς του και της συγχύσεώς του.

Βλέπεις εσύ μου είπεν ο οδηγός μου, αυτά τα κοράσια; ετούτες οι ουράνιες τουρές προξενούν την αγαλλίασιν των πιστών· εις εσέ είναι άδεια μόνον να τες στοχασθής από μακρόθεν, χωρίς να τες πλησιάσης κατά το παρόν δεν ημπορείς να τες απολαύσης επειδή και ο Άγγελος του θανάτου δεν σε εσήκωσεν ακόμη από τον θνητόν κόσμον.

Θα το ιδούμεν, αν είναι αληθινή βασιλοπούλα, είπε μέσα της η γραία βασίλισσα, και υπήγεν εις το κρεβάτι, το οποίον ητοίμαζαν διά την νέαν, και εσήκωσεν όλα τα στρώματα, και έβαλεν εις τα σανίδια του κρεβατιού έν ρεβίθι, και αφού έστρωσεν απ’ επάνω είκοσι στρώματα και είκοσι πουπουλένια παπλώματα, επροσκάλεσε την βασιλοπούλαν να κοιμηθή. Την αυγήν την ηρώτησαν πως εκαλοκοιμήθη.