Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Ο γραμματικός μου εκατόρθωσε να κρατήση τον «Ταξιάρχη» κ' έπεσα μέσα. Σοβράνο ήρθα στο μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα για να πιάσω τη γραμμή μου. Αλλά βλέπω εκεί με μεγάλη ταραχή. Ναύτες έτρεχαν, βάρκες έρριχναν στη θάλασσα, φωνέςκακό σαν να εβούλιαζεν άξαφνα το πλεούμενο. Ο καπετάνιος ορθός στο κάσαρο, ξεσκούφωτος, κατακόκκινος εβλαστημούσε κ έβριζε κινώντας τα χέρια σαν φτερωτές.

Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε. — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ. — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουρασθής λιγάκι. — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος. Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω ανάσκελα.

Οι δύο μας στο κάσαρο του «Αϊνικόλα» εκουτσοπίναμε χιώτικη μαστίχα κ' ερρουφούσαμε το τσιμπούκι, προσμένοντας ανυπόμονα το φαγί. Τρεις ημέρες τόρα μας έδενεν εκεί, τον «Ταξιάρχη» το μπρίκι μου και το μπαρκομπέστια του καπετάν Τραγούδα κουραστική γαλήνη. Αλλά δεν είμαστε μόνοι. Μπάρκα, γολέτες, σκούνες, μπρίκια, τρεχαντήρια, νάβες έστεκαν σκόρπια εμπρός στην Τρωάδα. Κάπου τριάντα κομμάτια ολάρμενα.

Τον είδα να τεντώνη τον λαιμό εδώ κ' εκεί, να κινή τις φούντες σαν φιδόγλωσσες, λέγεις κ' εζητούσε κάτι στα νερά και άξαφνα με ορμή να κουλουριάζεται και να φωλιάζη μέσα στα σύσκοτα. Ο τρίτος όμως σταχτόμαυρος, χοντρός σαν κορμός πλατάνου χιλιόχρονου αφού ερούφηξε κ' επρίσθηκε καλά, εταλαντεύθη κ' εβάδισε θεότρομος όγκος καταπάνω μας. — Κάτου μωρέ! κάτου! ακούω φωνή βραχνήν από το κάσαρο.

Και λέγοντας σουτ! έβαζε κάτι γέλοια, κάτι τρελούτσικα, πεταχτά, κυματιστά γέλοια που και νεκρόν ημπορούσαν ν' αναστήσουν. Αλλά σε λίγω το γκουχ! γκουχ! εσαχλοβρόντα μέσα στην κάμαρη και η Λενιώ έσβυνε πίσω στο κάσαρο. Έκλειεν ευθύς η πύλη της Παράδεισος κ' έμεναν απέξω ταλαιπωρημένοι, άθλιοι, ταπεινοί και περίλυποι οι εξώριστοι δαίμονες. Εδώ ανέτελε κ' εκεί εφώτιζεν η ημέρα.

Βαθύ φαράγγι τον εχώριζεν από την αγάπη του κ' έπασχε να το πηδήση με ό,τι δήποτε είτε να χαθή μέσα, παίρνοντας στον χαμό του και την πλάσι ολόκληρη. Εγύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα αισθάνομαι να τραβά κάποιος τον μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνη κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Εσήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα εχαμήλωσα και ανατρόμαξα.

Εγώ εκείνη την ώρα εδιπλοπαρακάλουν ν' ανοίξη η θάλασσα να με καταπιή. Όσο αισθανόμουν απάνω μου το αυστηρό βλέμμα του ησυχία δεν εύρισκα. Έτρεχα βιαστικός, τάχα πως είχα δουλειά, από τη μιαν άκρη στην άλλη, εκατέβαινα στην πλώρη, ανέβαινα στο κάσαρο, επέρναγα στις στραλιέρες, έπιανα τον αργάτη, εδούλευα την τρόμπα για να τον αποφύγω.

Από την αυγή ως το βράδυ το εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους.

Ήταν ο καπετάν Παλούμπας που έτρεξεν από τα κάσαρο κακό δρολάπι απάνω τους. Μόλις εκείνοι άκουσαν τη φωνή, εκατάλαβαν πως τα μεταξοσέντονα προδότρα η νεράιδα τα εσήκωσεν από πάνω τους. Ετινάχθηκαν και οι δυο ντροπιασμένοι. — Έλα! φωνάζει ο γραμματικός. Έλα μαζί μου! Και με τον λόγο πηδά στη θάλασσα. Έκαμε να τον ακολουθήση το Λενιώ.

Και ο καπετάν Ξυρίχης αμίλητος, σκυθρωπός έπιασε τη θέσι του στο κάσαρο κ' εξακολουθήσαμε το ταξείδι. «Παναγιά η Κλεφτρίνα» των κουρσάρων το μυστικό, δίχως κατάρτι και πανί κάθεται αρραγμένο μέσα στο Κλεφταύλακο, σαν βόας που χωνεύει στου δάσους τα πυκνόκλαδα.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν