Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025


Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας, ευχήθηκε. — Στα σπίτια μας, είπεν ο θερμαστής, μα θα σε θερίζ' η πείνα. Η «Παντάνασα» το νεόχτιστο μπάρκο του Βάραγγα φρεσκοβαμμένο, σημαιοστόλιστο αρμένιζε με φλόκους και πανιά μέσα στον κόρφο του Γαλαξειδιού. Έκανε το πρώτο ταξείδι του.

Τα πόδια τους αρπάγια εγάτζωναν το σχοινί· τα χέρια τους μάγγανο έσφιγγαν τη σταύρωση και η ψυχή αδάμαστη μέσα τους, εξάναβε τον θυμό και την καταφρόνια του σύμπαντος. Στράλι δεν έμεινε πουθενά. Τις γάμπιες μόνον, τον τρίγκο και τους φλόκους είχαμε ακόμη ανοιχτούς· μα ήσαν αρκετά για να μας σύρουν στον όλεθρο. Τα μπάρκο έτρεχεν ακόμη θεόστραβο στη στράτα του. Ποια στράτα; Κανείς δεν ήξευρε.

Το μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα.

Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη του πόντου. Σωστός κλύδωνας. — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!

Όλη τη νύχτα εβάσταξε ο θρήνος. Και όταν έφεξε η ημέρα είδα το κακό που έγινε. Άλλα καράβια ήσαν μισοσπασμένα, άλλα γδυμνά από ξάρτια· ένα εδώ είχε τη μισή πρύμη φαγωμένη· άλλο εκεί ήταν δίχως μπαστούνι και φλόκους. Το Βασιλικό έγερνε κ' εκρατούσε καρφωμένο στην άγκυρά του ένα Σαμιώτικο τρεχαντήρι.

Θεόρατη πέτρα έμοιαζε στη θάλασσα. Όλα της τα ξάρτια εξεχώριζαν ένα κ' ένα στον γλαυκόν αιθέρα θαυμάσια. Είδα τους φλόκους, τις μαΐστρες, τους παπαφίγγους, τις γάμπιες, τους τρίγγους, τα πόμολα. Ακόμα και το σωτρόπι ημπορώ να ειπώ πως είδα. Το μάτι μου παντοδύναμο έκανε κρύσταλλο το ξύλο κ' έφτανε στα έγκατά του.

Από την αυγή ως το βράδυ το εγύριζε, το εστόλιζε, το επεριποιόταν σαν νοικοκυριό της. Ανέβαινε στο κάσαρο, εκατέβαινε στην πλώρη, εσυγύριζε τα φτωχόρουχα στα γιατάκια μας· έμπαινε στο μαγεριό, έβγαινε στο τσιμπούκι να δέση μαζί μας τους φλόκους.

Λέξη Της Ημέρας

ισχνά

Άλλοι Ψάχνουν