United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο πελώριος ο Κοπρούλας με τη μακριά του τριχούσα, που βρωμισμένη στα βοϊδοκόπρια έπεφτε σε λερά ξέφτια γύρω του, και τη βουκέντρα τη μακριά, που ξέφεβγε πάνω από ταναμαλλιασμένο το κεφάλι του, εχύθηκε ταβρομάχος σωστός, άγριος κι ανήμερος και τρομερός στη μέση στο κοπάδι. Τα βόιδα εμουκάνιζαν γύρω του φοβερά. Εμυρίζονταν τον πελώριο τους βοϊδολάτη ανήσυχα.

Βραδειάβραδειά γυρνάμε, Κι' απ' όξω από τα Γιάννινατον Πλάτανο περνάμε. Εκείνο που είδα, 'τρόμαξα! 'Σ τον Πλάτανο 'ποκάτω Ένα κορμί πελώριο, παλληκαριά γιομάτο, Το 'τσάκιζαν με τα σφυριά τρεις γύφτοι χλωμιασμένοι. Μάνα, της λέω, για κύταξε ο κλέφτης πώς πεθαίνει. Ποιος ξέρει πόσους 'ς τ' άγρια ξεγνύμνωσε βουνά του!

Τέλος βαθύ μούγγρισμα στην άβυσσο αντήχησε και η θάλασσα εσήκωσε πελώριο κύμα καταπάνω μας. Το καΐκι επέταξε γοργόφτερο εμπρός. Και αμέσως μέγα κήτος εφάνηκε να πιάνη από άκρη σε άκρη τον κόρφο. Ήταν το γιούσουρι. — Να ιδώ! κ' εγώ να ιδώ!... Τρέχουν όλοι στην πρύμη να γνωρίσουν το στοιχειό. Το βλέπουν σκοτεινό κορμί και σταυροκοπούνται φοβισμένοι. — Εμπρός! λέγω στον καπετάν Στραπάτσο.

Σύγκαιρα το πελώριο άγαλμα έγυρε ζερβά, εθρυμμάτισε τη μια βιβλιοθήκη και σωριάστηκε με το λάτρη του στο πάτωμα. Σείστηκε το σπίτι συθέμελο. Οι τραπεζοκαθισμένοι πήδησαν χλωμοί από το φόβο τους. Ο Δημητράκης με τον Αλαμάνο τρέξανε πρώτοι στο γραφείο. — Α!... μια γάτα, μια γάτα!... φώναξε ο σοφός, πισωπατώντας στην πόρτα.

Ό Άγιος Δημήτριος με το πρόσωπο φωτισμένο από τη χαρά της Νίκης, σηκώνει το δεξί του χέρι με τα τρία δάχτυλα ενωμένα και κάνει στον αέρα, προς το μέρος όπου εβγήκε ο φίλος του, ένα πελώριο σχήμα σταυρού. Έπειτα γυρίζει στη γωνιά του, στεκόμενος κάποτε ν' αφιγκραστη, γιατί φοβάται μη ο φίλος του δειλιάση και γυρίση. Άγιος ΔημήτριοςΕρμογένης

Μητέρα των θεών, μητέρα της Ιστορίας! Ειμαρμένη! Στα βάθη της Ανατολής υψώνεσαι πελώριο βουνό με μορφή γυναίκας. Η κόρη σου η Δημιουργία, όταν καθρεφτίζεται στην αγωνία της επιστήμης και στης Τέχνης την έκσταση, καίγεται απ' τον πόθο να μάθη ποια είσαι συ που την έκαμες τόσο ωραία. Το πνεύμα ζητεί το σκοπό της χειρονομίας σου, όταν τίναζες στο χάος τους κόσμους και τους νόμους των.

Μοναχά σε κάθε ακρογιαλιά της Με κάνα λιανολίθαρο παίζουν ή με λουλούδι Και μουρμουρίζουν, 'σάν παιδιά, κάνα γλυκό τραγούδι. Άξαφνα απ' τ' Αντιλικού τώμορφο τ' ακρογιάλι Ένα μονόξυλο μικρό μ' ένα πανί προβάλλει. Τραβάει προς του Μεσολογγιού το κάστρο, κι' από πέρα 'Σάν απ' τη λίμνη φαίνεται να βγαίνητον αθέρα Άσπρο πελώριο φάντασμα. Ανοίγουν τα κουπιά του Σαν τα φτερά του γερακιού.

Έκαμε δυοτρεις φορές να σταθή και ν’ αντικρύση ψυχωμένα τον εχθρό του· είπε πως θα κινήση κ' εκείνο να τον απαντήση στηθάτα. Μα τέλος ενίκησεν ο φόβος του. Μία έδωσε με την ουρά αφροκοπώντας τα νερά κ' εχάθηκε πίσω τους φάσμα πελώριο. Ο δικός μας έμεινε στην ίδια θέσι ως που εκαθάρισαν καλά. Τότε περίγυρα εψαχούλεψε τον βράχο· είδε πέραδώθε μήπως ελούφαζε πουθενά ο εχθρός. Τίποτα.

Αλλά την ίδια στιγμή θολό σύγνεφο ίσκιωσεν εμπρός μου, πίσω έμεινε σαν να εδιάβηκε φάλαινα. — Στοπ! φωνάζω· σταθήτε! Εστάθηκε το καΐκι, εγύρισε πίσω στα νερά του και είδαμε όλοι πελώριο δέντρο σαν χιλιόχρονη βελανιδιά να κάθεται στον πάγκο. Δεν ήταν λοιπόν ψέμα, δεν ήταν παραμύθι! Ντύνομαι γοργά, παίρνω τον λάζο στη ζώνη μου, ένα τσεκούρι στο χέρι και βουτώ κάτω.

Βρόντος αντήχησε, λέγεις κ' έσκασε κανόνι δίπλα στο καράβι μας και πελώριο κύμα εκύλισεν απάνω στο κατάστρωμα. Σύγκαιρα ο Καύκασος άστραψε κ' εβρυχήθη τρανολάλητα, δρόλαπας εξέσπασε και η θάλασσα η φοβισμένη, άφρισε τόρα κ' εμάνιασεν από άκρη σε άκρη του πόντου. Σωστός κλύδωνας. — Ίσα πανιά! επρόσταξεν ο καπετάνιος γοργά. Τις γάμπιες! τους φλόκους! τα τρέγα!... Κατσάρετε τις σκότες!