United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γέρικο πόδι! τράβα εμπρός! ξανάνοιωσε στην πράξι, και μ' όλο που τα χρόνια σου δεν σε βοηθούνε πεια! Προχώρησε! και τον εχθρό πούχουν τ' αφεντικά σου, βόηθα, να τον σκοτώσουνε και να σωθή το σπίτι!

Λέγει πως και τον ανασασμό του ακόμη αν θελήση να μεταχειρισθή θ' αποσβολώση τον εχθρό του. Τον σπρώχνει αποδώ, αποκεί τον ξεσχίζει, αλλού τον στραγκαλίζει. Αισθάνεται να τον περιχύνη το αίμα του, τα κοψίδια να κρέμωνται στα δάχτυλα του σπαρταριστά κ' εκείνος όλο φυσά και όλο θυμώνει και αντρειεύεται, όπως ο Ιακώβ όταν επάλαιψε νύχτα με το Είδος του Θεού. Σε τέτοια θέσι τόρα ήμουν κ' εγώ.

Τρωάδες: Το συνταρακτικό τούτο δράμα αποτελεί εξεικόνιση των φρικαλεοτήτων της αλώσεως της Τροίας. Η σφαγή της Πολυξένης, ο φόνος του Αστυάνακτος, η όψη της πόλης, που πυρπολείται, δίδουν την πιο δραματική εικόνα πόλης που καταπατείται από τον εχθρό. Η μετάφραση οφείλεται στον Άριστο Καμπάνη.

Ποιος είδε το Βεζούβιο Να βγάζη, να ξερνάη Στάχτη και λάβρα και φωτιαίς Και πέτραις 'σά μεγάλα Βουνά ν' ανασηκόνονται Μισουρανής. Και άλλα Εδώ να πέφτουν, κι' άλλα 'κεί, Κι' ο τόπος να βογγάη; Έτσι κι' εκείνοι οι ένδοξοι Σε μόνο το Θεό μας Το μυστικό τους έδειξαν, Κρυφά, κρυφά τους σκάφτουν, Φκιάνουν το μνήμα της σκλαβιάς, Και τη φωτιά ανάφτουν, Που έμελλε να καταπιή, Να πνίξη τον εχθρό μας.

Και εκείνος, καθισμένος πίσω, λαχάνιαζε γιατί τον πλάκωνε ένα βάρος μεγαλύτερο από το δισάκι από το οποίο ο ντον Πρέντου ήθελε να τον απαλλάξει. «Θεέ μου! Γιατί μιλάτε έτσι, ντον Πρέντου, σαν εχθρός των καημένων των ξαδερφάδων σας;» «Στο διάβολο να πάνε οι ξαδέρφες που έχουν πάρει τα μυαλά τους αέρα! Εκείνες είναι που με μεταχειρίστηκαν πάντα σαν εχθρό. Ας γίνει το θέλημά τους.

Και εκεί που όλοι τον ελεύθερον από τον δούλο ξεχωρίζομε, του λόγου του έρχεται και μου λέει να τον καλομεταχειρίζομαι τον δούλο και σαν αδερφό μου τον βάρβαρο να αγαπώ και τον εχθρό μου! Είμαστε τα βλαστάρια 'πάνω στα κλαριά, Την ώρα πού εσείς θε να κυλιώστε μέσ' στα χώματα, για μας του ήλιου η χρυσή θωριά, για μας τ' αρώματα, για μας τα χρώματα. Μια νέα σήμερα του κόσμου αρχινάει εποχή.

Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο.

Παρέκει άλλο ερχόταν από μακριά ψηλό, φουσκωμένο, ακράτητο, ανεμοκυκλοπόδης πολεμιστής με τη φαρέτρα του γεμάτη από φαρμακερά βέλη, με την ψυχή μεστωμένη από πύρινο θυμό, ανυπόμονος να κάμη και να δείξη, θέλοντας να σκορπίση σκόνη τον εχθρό του.

Αισθάνθηκε τότες ο Νίκος πως δεν ήτον πια μονάχος στο σπίτι μ’ αυτόν το μυστηριώδικο εχθρό, την κρυφή αρρώστια που έτρωγε το κρέας της γυναίκας του κάτω απ’ το πετσί της και της έπινε το αίμα και τη νειότη της. Γύρισε η Βεργινία το κεφάλι της να τονέ χαιρετήση και φάνηκε το άσπρο των ματιών της σταχτερό, χωρίς λάμψη κ' η κόρη ξέχρωμη, σα νάταν η κόρη και τασπράδι ένα πράμα.

Όποιος υποχωρεί και στον εχθρό μπροστά πετάει την ασπίδα, αυτός μου φαίνεται, Ορμίσδα, παλληκάρι ότι δεν μπορεί να πη πως είνε. Και η εκκλησία του Χριστού μας πολεμάει τώρα. Ο καθένας μας θυσία πρέπει να προσφέρη το κορμί του στην Ιδέα, ως που νάρθη εκείν' η ώρα, που μια νέα ζωή στο έρεβος του κόσμου τούτου θα ροδίση. Μαλακά σαν το κερί τα λόγια τότε θάνε των ανθρώπων και γλυκά καθώς το μέλι.