United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' άψε σβύσε πέρασε ο Αίας, κι' έτρεχε αποκοντά ο Δυσσέας, λες κόλναε, όπως γυναικός κοντά 'ναι το καλάμι 760 στα στήθια της, σαν το τραβάει με προκομένα χέρια και διάμεσα του στημονιού τινάζει το μασούρι· έτσι έτρεχε κι' αφτός κοντά, και πίσω με τα πόδια πάταε τα χνάρια πρίν χυθεί ο κουρνιαχτός τριγύρω, και στο κεφάλι ανασασμό τού φύσαε, πιλαλώντας 765 πάντα βαρβάτα, ενώ ο στρατός του ζητωκράβγαζ' όλος θαρρύνοντάς τον πούκανε τα πάντα να κερδίσει.

Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;

Πόσαις μέραις και πού τρέχει Πόσαις νύχταις δε μετρά, Μέσα ο νους του πάντα βρέχειτην ψυχή του συγνεφιά. Μεςτο λόγγο αν σταματήση Για να πάρη ανασασμό, Κάποιος λύκος θα χουμήση Για ν' αρπάξη το νεκρό. Καλιακούδαις και κοράκοι Το κεφάλι κυνηγούν, Με τα νύχια απ' το δισάκκι Να το κλέψουν πολεμούν.

Τα στήθια του από ολόβολο κοτρώνι ξαλαφρώσαν, Της αχνισμένης όψης του σφογγάει τον κρύον ίδρω, Παίρνει βαθύν ανασασμό μες οχ τα φυλλοκάρδια.

Τα δέντρα, γλαρωμένα γύρω στης ημέρας το βαρύ λιοπύρι, άρχιζαν να δροσολογιώνται τόρα στο βραδινό του βουνού το φύσημα. Τα χλοερά λιοστάσια περίγυρα ξεθύμαναν μια μυρουδάτην αλαφρήν ανάπνια, ένα μεθυστικόν αιθέριο ανασασμό, που θάλεγες κ' η φύση όλη άνοιξε τους πόρους της. Ταποσπερινό αβγουστιάτικο δροσοβολιό εβαλσάμωνε τον αέρα γύρω με ουράνιους αχνούς, μ' αγγελικές εβωδίες.

— . . . Τα μυρίστηκα εγώ, που ήθελαν να κρυφτούν κάτω στο ρέμμα, δίπλα στο δρόμο μας . . . Τους άκουσα που μουρμούριζαν οι δύο τους: — «Βρε συ, Στάθη, καϋμένε, να, με την κάπα να στήσης ολόρθη την κουκούλα, και τα μανίκια της κάπας να τα σηκώσης ψηλά, να φαίνεται σα στιχειόΠού, βρε συ, Γιάννη; του λέει ο άλλοςΝα, κάτω, στα σχίνια εκεί . . . κ' εγώ να κάνω το βοϊδάκι, τάχα, να μουγκρίζω . . . κι' απέκει, σα λακκήσουν, τους παίρνουμε με τα κοτρώνια». Σαν τάκουσα, καλά, να σας δείξω εγώ! . . . Λέγω της γρηάς να καθίση στην άκρη, να βαστά τον ανασασμό της, και να με καρτερή, κ' έφτασα . . . «Πού πάς; — ΣώπαΠαίρνω το μονοπάτι, στην πέρα πάντα . . . Κατά τα σκίνια αυτοί, κατά τα πρινάρια εγώ . . . Τους βλέπω αντίκρυ που παραμόνευαν κρυμμένοι.

Ρεζίλι μαθές πολεμάς να μας κάμης! Τούκοψε μονομιάς τον ανασασμό σαν άνεμος η χολοβρασμένη η Μιχάλαινα. Κι όχι πως είταν ο Πανάγος από κείνους που τους συνεπαίρνει μιας γυναίκας φωνοκόπι, ας είνε και της ανοιχτομίλητης της Μιχάλαινας. Μα καθώς είδαμε, ο Πανάγος είτανε δυο λογιώ. Δυο μεριές τις είχε. Τη μια, γνώση, ζύγισμα, στοχασιά. Την άλλη, ίσως την πιο μικρότερη, φωτιά κι αγάπη και πάθος.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλέα κι' είπε «Γιε του Λαέρτη θεϊκέ, πολύτεχνε Δυσσέα, πρέπει το λόγο ορθά κοφτά μια να σας πω για πάντα, το τι έχω ασάλεφτο σκοπό να κάνω, τι δε θέλω 310 να μούρχεται άλλος απ' αλλού κι' εδώ να τριζειμύζει· τι άλλα όπιος κρύβει στην καρδιά κι' άλλα του λεν τα χείλια τόνε μισώ όσο μισητή μούναι η μπασιά και τ' Άδη. 313 Μήτε τ' Ατρέα λέω ο γιος δε θα με πείσει εμένα 315 μήτε άλλος σας κανείς, γιατί σπολλάτη δα δε μούπαν που δίχως πάντα ανασασμό τους Τρώες πολεμούσα.

Όταν ανθίζ' η αγράμπελη κι' απλώνει τα κλαδιά της 'Στό σχοίνο, στο χαμόδενδρο, στου πεύκου τα κλωνάρια, Στα ρέμματα του ποταμού, στον εγκρεμό του βράχου, Κι' αγέραν, κάμπους και βουνά, την πλάση πέρα ως πέρα Γιομόζει από μοσχοβολιά με τον ανασασμό της.