Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Από στερηά και πέλαγο το ζώνουν ολονένα, Πώς ζώνουν τ' Άστρο σύγνεφα βαρηά και πυκνωμένα, Κι' από τα παλληκάρια του γερεύουν τα κλειδιά. Άστρο κ' εκείνο ήτανε τότες για την Πατρίδα, Για την Ελλάδα έλαμπε χρυσή εκείνο ελπίδα. Χρόνος ακέρηος πέρασε που τώχουνε κλεισμένο, Και τον γυρεύουν τα κλειδιά, το θέλουνε δεμένο. Όσο κι αν έχηςτη σπηληά κλεισμένο το λιοντάρι, Δεν τώχεις καιτα χέρια σου.

Ο 'Μέρ-πασάς μαθαίνει Του κυνηγού την προδοσιά καιτην απελπισιά του. 'Σάν πήρε ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του. Τώπαν του Κώστατα βουνά και τάρματα πετάει Καιτης Κλεισούρας το μικρό το ρημοκλήσι πάει Και γίνεται καλόγηρος, ντύνεται ράσα μαύρα Και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβύση λάβρα Με δάκρυα νύχτα-'μέρα, Μ' αναστενάγματα βαρηά που καίνε τον αγέρα.

Χτυπάει η ακίνητη καρδιά, και το βουβό το στόμα Παίρνει αλαφρόν ανασασμό κι' αρχίζει και 'μιλάει: — Πόσο βαρηά εκειμώμουνα!... πού ήμουν και πού να είμαι; Δεν είσαι συ η Πεντάμορφη με τα σαράντα αδέρφια; Δεν είν' αυτό το κάστρο σου; δεν είν' αυτός ο κάμπος Που μια φορά επελάγωσα με βασιληάδων αίμα; Πού ήμουν όντας πλάγιασα, και τώρα πού ξυπνάω;

Κ' έχουν συντρόφους τους αετούς, τ' αηδόνια, τα ξεφτέρια, Δεν 'βάσταξαν να ζήσουνετους Τούρκους σκλάβοι δούλοι. Και παν' απάνουτα βουνάτον Πίνδο καιτο Σούλιτα βράχια, 'ς τα ελάτια, Που έχει η Ελευθεριά τ' άσπρα της τα παλάτια. Καιτο 'Βαγγέλιο, 'ς το Σταυρό είνε βαρηά ωρκισμένοι Κι' όλοι αποφασισμένοι Ή να την διώξουν την Τουρκιά ή όλοι να 'ποθάνουν.

Νερό μονάχα εγύρευε· τώδινα εγώ 'ςτά χέρια, Έπινε με χαμόγελο, κ' εχάνονταν 'ςτά δέντρα..... Απόψε επαραθάρρεψε και μούπε ... λόγια αγάπης. Εγώ τον μάλωσα βαρηά, κι αυτός μ' απολογήθη Και μούπε με παράπονο πώς άρρωστος θα πέση, Και σαν το μάθη η μάνα του, θε να μου κάμη μάγια... Κρύψε με, μάνα μου βαθειά και πρόλαβε τα μάγια.

Σεΐζη, σιάσε τ' άλογο,... πάρε καλίγωσέτο,... Βάλτ' ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαμματένια, Βάλτου περίσσια την ταή, τη μεταξένια σέλλα, Και τα βαρηά τα φάλαρα, τι θάγω μοναχός μου. — Πού θε να πας, αφέντη μου, με τέτοιο κακοκαίρι; Η μέρα παίρνει να σωθή κ' έρχεται η μαύρη νύχτα, Ο κάμπος όλος έκλεισε και τα βουνά χιονίζουν.

Αμέτρητα ο Κιουταχής σέρνει μαζύ του ασκέρια, Και κατηβαίνει απ' τα βουνά του Πίνδουτην Ελλάδα 'Σάν μαύρα σύγνεφα βαρηά, που σβύνουνε τ' αστέρια Και κάθε αχτίδα φεγγαριού και κάθε αντηλιάδα, 'Σάν σύγνεφο που ανοίγει Τους τρίσβαθους τους κόρφους του κι' ό,τι κι' αν εύρη πνίγει, Και του Μεχμέτ Αλή πασά ο νιος απ' το Μωρηά, Ο Ιβραήμ ο Αραπάς, πηδάειτη Στερηά, 'Σάν κύμα της πατρίδας του, της Μπαρμπαριάς το κύμα.

'Σάν θυμωμένο φίδι, Και χύνεται μέσ' 'ςτήν Τουρκιά κι' αλλού της καίει αρμάδα Αλλού της καίει τα χωριά· κι' απ' άκρηάκρη ανάφτει Μεγάλη η Επανάστασι, σπαθί ολούθε αστράφτει. Κ' αλύσια κόβονται βαρηά και πέφτουν και βροντούνε 'Σάν να χτυπιούνται απ' αστραπή και 'σάν να ξεψυχούνε Χίλιαις χιλιάδες δαίμονες ....

Σαν τι τα θέλω τα φλουριά και τα βαρηά γιονρτάνια. Σαν τι τα θέλω τα χρυσά κι' ασημωμένα ρούχα, Σαν δεν κοιμούμαι μια φορά 'ςτό πλάι του καλού μου; Νάμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νάμουν, Παρά η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη.

'Στα κοφοβούνια του Ζυγούτα κρούσταλλατα χιόνια Καιέρμα ανάμεσα κλαριά παμπάλαια-αιώνια Ο Κώστας κάθεται και κλαίει ζωμένος τάρματά του, Κι' αναστενάζοντας βαρηά, 'σάν νέφιο φορτωμένο, Φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του, Είνε το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο, Και μόνη μια παρηγοριά, βαθειά τόνε γλυκαίνει, Η δόξα του Μεσολογγιού.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν