United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η περίσσια η εμμορφιά της τα ξανθά μαλλιά, Τα ολογάλανα τα μάτια, το περπάτημα, Η χρυσαίς η τραχηλιαίς της και το μάλλαμα, Χύνουνε 'ςτό χοροστάσι λάμψι ξαφνική. Άλλοι λεν: η Δημοπούλα, η Μήτρω η έμμορφη, Πήρε πρόσωπο τον ήλιο, τ' άστρα μάτια της, Κι' άλλοι: πήρε το φεγγάρι, τον αυγερινό. — Αχ! κ' εγώ λεβέντης νάμουν, χωριατόπουλο, Να με παίρναν 'ςτο χορό τους και να χόρευα.

Γιατί και άξιον μ' έκαμε με δύναμι περίσσια, Οπού σε κάθε κίντυνο βαστώ παληκαρίσια Μηδέ του αθρώπου το κορμί, που τόσο δα φαντάζει, Μου φέρει φόβο στην καρδιά, ή να ειπής με σκιάζει. 110 Τα ίσια μες το στρώμα του, οπού κοιμάται, πάνω, Την άκρα από το δάχτυλο, τη φτέρνα του δαγκάνω.

Αλλα μ' ελεημονήθη Η Χλόη η καλή, Κι' ο έρως αφοντότες Γελόντας μου μιλεί. Πιος λέει σκληρόν τον Έρωτα, Και τον κακολογάει· Τον γλωσσοτρώγετ' άδικα, Χωρίς να τον νογάη, Παιδί μικρό, κι' ανήλικοτης νιότης την ακμή, Με δίχως άλλη μάθησι, Με δίχως δοκιμή. Γιατί ξοδεύει, παίζοντας Περίσσια, τον καιρό, Για τούτο δα τον έρωτα, Τον κράζομε σκληρό.

Γύρω ο κήπος γεμάτος σκοτεινό μυστήριο, αναδεύουνταν στα φιλήματα της αύρας, σα ν' ανατρίχιαζε από γλυκειά επιθυμία κι αυτός, κ' η μαγεμμένη νύχτα με την πλούσια αστροφεγγιά της, ανάλυονε ολοένα τις ψυχές τους, και κοίταζε τόρα ο ένας τον άλλον με πικρό παράπονο, με περίσσια ζήλεια. Κι άξαφνα το γεροντάκι που κοιμούνταν τόσο ήσυχα, ξυπνά.

Θάλεγε κανείς πως εφύτρωσαν εκεί, αντρειώθηκαν κιόλα κάτου από τον παχύν ίσκιο του πύργου, κι αγκάλιασαν μαγάπη τρανή και με στοργή περίσσια τα βαριά τα τειχιά του, για να κρύψουν πλιότερο το βαθύ μυστήριο που έκλειε στα σκοταδερά σωθικά του· να κάμουν πιο φριχτές και πεντασκότιδες τις παράξενες ιστορίες και ταερικά, τα ισκιώματα, που τον κάτεχαν.

κ' η ξακουστή σου Πάπισα κ' η σάτυραις κ' η Σκνίπαις κ' εκείνα που μας έλεγες, κ' εκείνα που δεν είπες, έστησαν μες στο Πάνθεον της Τέχνης την μορφή σου, κ' εκείνοι που σ' αφώρισαν βλογούν την κορυφή σου. Στου Ζαχαράτου τη γωνιά θαρρώ και τώρ' ακόμα πως του Μανώλη με καλεί χαριτωμένο σκώμμα, κι ακούω μες' από σοφό, μα κάτισχνο κουφάρι, τους σαρκασμούς τους Αττικούς με μια περίσσια χάρι.

Τα μεγάλα, καταγάλανα μάτια της, που ποτέ δεν είχανε βασιλέψει για να βλέπουνε τις ομορφιές του κόσμου, βασιλεμένα τώρα προς το χώμα, στάζανε δάκρυα μυστικά. Μα τώρα το φως έμπαινε από άλλο παράθυρο στις δυο ζυγές ψυχούλες. Τώρα η Μαρία έβλεπε με τα μάτια του τυφλού. Κι ο Πέτρος μέσα στο καμίνι που τον έκαιγε, μιλούσε με μια φωνή περίσσια γλυκειά, με μια φωνή δροσιά γεμάτη.

Κι έτσι αγαπούν και ποθούν όλες τις όμορφες του τόπου, κι όντας βγαίνουν τη νύχτα μπαντονάδα, θα πάνε σε κάθε παράθυρο, σε κάθε μπαλκόνι, και στης αρχοντοπούλας το σπίτι και στης φτωχοπούλας το σπιτάκι να ψάλλουν τον ύμνο της ομορφιάς της, να την ξυπνήσουν να την γλυκάνουν να την συγκινήσουν, να της πούνε νάνε λιγώτερο άσπλαχνη στον πόνο του έρωτα, να της πούνε πως έχει γλυκά μάτια, καμαρωτό περπάτημα και περίσσια χάρη· να την κάμουν ν' ανεβοκατεβάση το φως, να την βγάλουν στο παράθυρο.

Πρώτα 'ςτήν πλάση απλώνονταν σκοτάδι πέρα-πέρα. .............................................. Του Κάτου-Κόσμου βασιληά μοναχογιός ο Ήλιος, Με πλούσια ολόχρυσα μαλλιά, με γαλανά τα μάτια, Με περηφάνεια κ' ευμορφιά και λεβεντιά περίσσια, Πήρε μια αυγούλα τ' άρματα και τα λαγωνικά του, Και για κυνήγι επρόβαλε 'ςτόν Κόσμο τον Απάνου. Βγήκε κι' ο Κόσμος έλαμψε.

Μια μεγάλη κάμαρα όλο πέρα με τα ντουβάρια του αχύλωτα, με καπνισμένα τα δοκάρια της στέγης, που κρέμουνταν απ' αυτά καμιά εικοσαριά βαντάκια καπνού. Η γωνιά μεγάλη και χαμηλή στην άκρη· η γις χάμου είταν αλειμμένη με γλίνα και γύμνια περίσσια ολόγυρα. Μονάχα στην άκρη έν' αμπάρι μελό κι από πίσω τα ρούχα και τα σκαφίδια και τα κόσκινα, και χίλιων ειδών σιγύρια του σπιτιού.