United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


Παρόμοιες μ' αυτούς είνε κ' η γυναίκες τους, με τη διαφορά ότι τούτες καταφορτώνονται από βαριά ασημένια και μαλαμοκαπνισμένα στολίδια από το κεφάλι ως τη μέση κι ότι κάπου κάπου ανάμεσά τους βρίσκεται, σαν την αγράμπελη ανάμεσα στα βάτα, και καμμιά υποφερτή εμμορφιά.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ κ. Μ. Μητσάκη. Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη, Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει, Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει: — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη, Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ, Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι, Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου, Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω, Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του, Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου, Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.

Και τι χαρά που την είχε, οπού όσο μεγάλωνε, τόσο αύξαναν οι αγαπητικοί, τα τραγούδια, η πατινάδες, τα παινέματα στην εμμορφιά την ασύγκριτη, στα μάτια πούλεγαν τόσα και τόσα χωρίς να μιλούνε, στο λυγυρό κορμί, το κυπαρισένιο, στο περήφανο περπάτημα και στα μαλλιά τα μαύρα σαν του κόρακα το φτερό.

Παρόμοιες μ' αυτούς είνε κ' η γυναίκες τους, με τη διαφορά ότι τούτες καταφορτώνονται από βαριά ασημένια και μαλαμοκαπνισμένα στολίδια από το κεφάλι ως τη μέση κι ότι κάπου κάπου ανάμεσά τους βρίσκεται, σαν την αγράμπελη ανάμεσα στα βάτα, και καμμιά υποφερτή εμμορφιά.

Τον νιον αυτόν τον θεριστή, που τραγουδάει την νύχτα, Να κάτεχα, να γνώριζα! Ήλιε, γλυκέ πατέρα, Ήλιε, οπού μου χάρισες τόση εμμορφιάτον κόσμο, Μη τα χαλάς τα νιάτα μου και μη τα φαρμακώνης.

Και παίρνει η φήμη τα χωριά, και παν να την ιδούνε· Κι' όσοι την βλέπουν, νηοί και νηαίς, μαραίνονται από ζήλεια... Κι' ο Ήλιος, — σαν την κύτταξε ντυμμένη με τ' αστέρια, Τον αποπήρε ο πόνος του κ' η φλόγα της καρδιάς του Κ' άπλωσε χέρι απάνου της και τσ' είπε λόγια αγάπης... Η κόρη πούταν φρόνιμη και καλοαναθρεμμένη, Τον μάλωσε βαρηά βαρηά και τούπε με φοβέρα, Να μην απλώση απάνου της, να τραβηχθή μακρυά της, Τι μαραγκιάζει ο κόρφος της, χαλάει η εμμορφιά της, Και σαν το μάθη η μάνα της, θε να τον καταριέται... Και φεύγει μ' άδειο το σταμνί.

Σέρνοντας τα σκυλιά μπροστά, 'ςτόν ώμο το ζαρκάδι. Αποσταμένος κάθεται να πιή νερότη βρύσι. Η κόρη πούταν ντροπαλή ξυπνάει απ' τ' όνειρό της, Και με την όψι κόκκινη, με χαμηλά τα μάτια, Από τα πόδια ως την κορφή τόνε κυττάζει μ' έγνοια, Κι' όσο που τον θιαμαίνεται δεν τον ζηλεύει τόσο. 'Στό πρόσωπο, 'ς την εμμορφιά και 'ςτήν φεγγοβολιά του Έννοιωσε πούν' αρχοντογυιός κι' από γενηά μεγάλη.

Η γυναίκες του Σουλιού και των Κατσανοχωριών φοράν σιγγούνια πολύλοξα κι ολίγα στολίδια· είνε ψηλές όμως σκληρομαθημένες και περήφανες, με μέτριαν Εμμορφιά κι αυτές, αλλά με τη δυσκολόβρετην αξιάδα να πιάνουν στα δουλευτικά χέρια τους με την ίδια πιτηδειοσύνη και τ' αλέτρι και το τουφέκι, η λεβέντισες.