Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Αν φέρνης τη Βασίλισσα Ιζόλδη σήκωσε το άσπρο πανί, κι' αν δεν την φέρνης βάλε το μαύρο, ν' αρμενίσης μ' αυτό. Φίλε, δεν έχω τίποτ' άλλο να σου ειπώ. Ο Θεός να σε οδηγήση και να σε ξαναφέρη υγιή και γερόΑναστενάζει, κλαίει και θρηνεί, κι' όμοια κλαίει ο Καερδέν, φιλεί τον Τριστάνο και τον αποχαιρετά. Με τον πρώτο άνεμο, έβαλε μπρος.

Ο Τριστάνος είχε πολύ αδυνατίσει και δε μπορούσε πεια να μένη στην ακτή του Πέμμαρχ, κι' από πολλές μέρες κλεισμένος στο παλάτι έκλαιγε για την Ιζόλδη που δεν ερχότανε. Τσακισμένος, παραλυμένος, θρηνεί, αναστενάζει. Λίγο θέλει για να πεθάνη από τον καϋμό του. Επί τέλους, φύσηξεν ο άνεμος και φάνηκε το άσπρο πανί. Τότε η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια εκδικήθηκε.

Αγαπάει τη Βασίλισσα, κι' είναι φανερό για όποιονε θέλει να κυττάξη. Μεις δε θάν' το ανεχθούμε ποτέ». Ο Βασιληάς τους ακούει, αναστενάζει, χαμηλώνει το κεφάλι κατά τη γη, σωπαίνει. «Όχι Βασιληά, δε θάν' το ανεχθούμε πεια. Γιατί ξέρουμε τώρα ότι αυτή η είδησι, αλλόκοτη άλλοτε, έπαυσε πεια να σου φαίνεται παράξενη. Βλέπουμε ότι ανέχεσαι το έγκλημά τους. Τι θα κάμης; Σκέψου και συμβουλέψου.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ κ. Μ. Μητσάκη. Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη, Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει, Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει: — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη, Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ, Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι, Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου, Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω, Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του, Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου, Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.

Αν είμουν Παναγιά, άλλη δουλειά δε θα είχα παρά να σας γιατρέβω. Θα γιάτρεβα μάλιστα όλο τον κόσμο όλη μέρα. Ο κόσμος ο κακόμοιρος πονεί. Δεν πονεί μόνο δυο φορές το χρόνο. Έχει βάσανα δίχως σκόλη. Δε σας βάρεσαν την ψυχή τα δάκρια που χύνει; Εμένα, η δική μου η ψυχή αναστενάζει και την έπνιξαν τα κλάματα του κόσμου. Αχ! παιδάκια μου, να είμουν Παναγιά, τι καλό θα σας έκαμνα όλους!

Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση. Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει, κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον. ΠΡΙΓΚΗΨ Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη, κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας; ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;

Η Ιζόλδη τον κυττάζει, αναστενάζει, δεν ξέρει τι να πη και τι να πιστέψη, βλέπει ότι τα ξέρει όλα, μα θάτανε τρέλλα να ομολογήση πώς είναι ο Τριστάνος. Κι' ο Τριστάνος της λέει: «Βασίλισσα κι' Αρχόντισσα, γνωρίζω δα με ξεχάσατε, και σας κατηγορώ για προδοσία. Γνώρισα μολαταύτα, ωραία, ημέρες που μ' αγαπούσατε με έρωτα: Ήτανε τότε στο δάσος, στην καλυβίτσα με τα φύλλα.

Οχ! λέγει ο άντρας, αμ γιατί Του κάκου να λυπιέσαι, Και δεν παρηγοριέσαι; Καν το γιατρό δεν αγρηκάς, Που λέει να παντέχω, Και κίντυνο δεν έχω; Αμ μα τι θάρρος, και καρδιά; Η άτυχη φωνάζει, Βαριά αναστενάζει, Αφού ακέρια φαμηλιά Την έχει μακαρίσει, Σ' εσένα θα ευτυχίσει! Φ θ ο ν ε ρ ό ς

Από τον καϋμό του εγράφθηκε δόκιμος εις τον Τ ε κ έ εδώ κοντά μας, και πάγει κάθε Παρασκευή και τρώγει μαζί με τους νδερβησάδες το αφιόνι, και γονατίζει μ' αυτούς και αναστενάζει, ως που αιματώνουν τα σπλάγχνα του, και χτυπά τα στήθια του, ως που τον βγάλλουν λιποθυμημένον από την μέση τους. Και αν ήταν μόνον τούτο δεν πειράζει.

Και η καπετάνισσα παντρεύθη ένα ραβδί και περπατεί τις στράτες. Περνάει από κάτω από το σπίτι το ψηλό και καίγετ' η καρδιά της. Περνάει από τα μαγαζιά του λιμανιού, που είναι κρεμασμένη η ζωγραφιά του κανακάρη της, κι' αναστενάζει θλιβερά. Περνάει κι' απ' την αμμουδιά, που τραγουδούνε τα κορίτσια το τραγούδι της Λενιώς, και βουρκώνουν τα μάτια της.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν