Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Ο καπετάν Γεώργης πονηρός και δόλιος, παρατηρήσας ότι ο πιστός αυτώ Θανάσης εκ του προς τες Νεράιδες φόβου του ανεκάλυπτε πρώτος πάσαν κίνησιν φύλλων και κλάδων, οσάκις διήρχοντο από ρευμάτων ή από δασών, διέτασσεν αυτόν να βαδίζη πάντοτε εμπρός, ίνα ανακαλύπτη ευκόλως πάσαν ενέδραν ή στρατιωτικήν κίνησιν. — Το καλλίτερο καραούλι είνε ο δειλός, έλεγε πολλάκις.

Είμαστε τότες στο έβδομο ευζωνικό. Είχα δεκαοχτώ στρατιώτες μαζί μου, δυο δεκανείς κι εγώ. Στο τουρκικό δεν θάτανε σαράντα σκυλιά. Στις δυο τ' απομεσήμερο βάζω τους άντρας σκοπό. Όλοι τους είταν ένας κι ένας. Εικοσοχτώ, τριάντα χρονών βάλε με το νου σου· από το Καρπενήσι και τη Φθιώτιδα, άντρες με φιλότιμο και καρδιά, όχι μύξες σαν κι εσάς, όρνια. Παίρνω τον κατήφορο για καραούλι.

Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ κ. Μ. Μητσάκη. Η Ρούσιω η καπετάνισσα, του Γέρω-Δήμου η νύφη, Στα παραθύρια κάθεται, τους κάμπους αγναντεύει, Κι' αναστενάζει απ' την καρδιά και με τον νου της λέει: — Μάνα, μ' εκακοπάντρεψες και μ' έδωκες σε κλέφτη, Που βρίσκεται 'ςτόν πόλεμο απ' την αυγή ως 'ςτό βράδυ, Κι από το βράδυ ως 'ςτήν αυγή φυλάει 'ςτό καραούλι, Και δεν τον είδα μία φορά να κοιμηθή σιμά μου, Εγώ τουφέκια σκιάζομαι, τάρματα εγώ τα τρέμω, Για να το ζώσω 'ςτό κορμί να πάω από κοντά του, Κ' εχτίκιασαν τα στήθεια μου, εμάλλιασε η καρδιά μου, Μαράθηκαν τα νειάτα μου κ' η εμμορφιά μου εχάθη.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Ταράξου συ και δείξε τουςτη Δύσι, 'ς την Ευρώπη, Πώς όλοι δεν κοιμώμαστε, . . . φυλάει καραούλι Ο γέρω-Ψηλωρείτης σου, αν Πίνδος και Ροδόπη Κοιμώνται, αν το γέρικο κοιμάται ακόμα Σούλι . . ., Αχ, δεν κοιμάται . . . 'ρήμαξε!! . Εκείναις ήτανε χρονιαίς ελληνικαίς αλήθεια· Τότ' έβραζε ζεστή καρδιάανδρειωμένα στήθηα!

Εκεί &εβίγλιζα&, ήτοι ήμην &καραούλιείχα δηλαδή σκοπιάν, μήπως φανή που ερχομένη ψυχή ανθρωπίνη, διαβάτου ή γείτονος, ώστε να τους δώσω εγκαίρως είδησιν να παύσουν, και να έλθουν ευπρόσωποι προς το μέρος που εκαθήμην. Εκόντευε μεσημέρι, και δεν είχεν ακόμη μισό μπόι βάθος ο λάκκος. Ο ιδρώς περιέρρεε τα μέτωπα και τους λαιμούς των. Εζήτησε να πίη νερόν ο Νικολός, αλλ' εστάθη.

Τότε είς των πέντε, ακούσας βήματα, εστράφη, και είδε την δευτέραν συνοδείαν, και την υπέδειξεν εις τους μετ' αυτού, ούτοι δε ετάχυνον το βήμα. Εισήλθον πρώτον, ο Λάμπρος και δύο των συν αυτώ, εις τον οικίσκον του Περμαχογιάννη, γέροντος χωρικού, έχοντος τρεις υιούς εκλογείς, οι δε λοιποί δύο της συνοδείας έμειναν εις το προαύλιον ως καραούλι.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν