United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τι έπρεπε να κάμω όταν τον έβλεπα εν καιρώ ημέρας να πετά εις τον αέρα και να βαδίζη επάνω εις το νερόν ή να περιπατή επάνω εις την φωτιάν με όλην του την ησυχίαν; Συ με τα μάτια σου, του είπα, τον είδες αυτόν τον υπερβόρειον να πετά ή να βαδίζη επάνω εις το νερόν; Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεόδημος• εφόρει δε εις τα πόδια του καρβατίνας όπως συνηθίζουν εις τον τόπον του.

Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.

Η γυνή η άρρωστη είχεν αφήσει βραχνήν κραυγήν, κ' έτρεξε να κατέλθη τα δύο ή τρία λίθινα σκαλοπάτια της εισόδου, παραπατούσα και μόλις δυναμένη να βαδίζη εκ της αδυναμίας. Πριν αύτη φθάση πλησίον της στέρνας, η Γιαννού είχε πιάσει το μικρότερον κοράσιον, το οποίον της εφαίνετο μάλλον πνιγμένον ήδη, και το έσυρε βραδέως προς τα έξω, με την κεφαλήν πάντοτε επίστομα εις το νερόν.

Βοήθησέ με να σηκωθώ! είπε. Δεν θέλεις να με φονεύσης αληθινά; Συνόδευσέ με έως την θύραν· έπειτα θα υπάγω μόνος. Ο Ούρσος τον εσήκωσεν ως πτερόν, και έπειτα τον ωδήγησε προς την έξοδον. Όταν ο Χίλων έμεινε πλέον μόνος του εις τον δρόμον έψαυσε τα πλευρά του, ως διά να βεβαιωθή ότι έζη ακόμη· έπειτα ήρχισε να βαδίζη.

Όπως το διέλθη τις, έπρεπε να πιασθή από τον άνω βράχον, βλέπων προς την θάλασαν, να πατή με την πτέρναν, και να βαδίζη εκ δεξιών προς τ' αριστερά. Η ζωή του εκρέματο εις μίαν τρίχα. Η Φραγκογιαννού έκαμε τον σταυρόν της και δεν εδίστασε. Ούτε υπήρχεν άλλη αίρεσις ή προσφυγή. Δρόμος άλλος δεν υπήρχεν επάνω του βράχου.

Συμπεραίνω εκ των προτέρων ότι το όνομα αυτό του Χοπ-Φρωγκ δεν εδόθη εις τον νάνον από εκείνους που τον εκράτησαν εις τα χέρια των κατά την βάπτισιν· το όνομα αυτό εδόθη με την καθολικήν ψήφον όλου του υπουργείου, διότι ήτο ανίκανος να βαδίζη όπως όλος ο κόσμος.

Ο Θευδάς έτρεχε κατόπιν του πνευστιών και τον παρεκάλει να μη βαδίζη τόσον δρομαίως. Αλλ' ο Μάχτος δεν τον ήκουεν. Ο Θευδάς διά να τον φοβίση τω έλεγε: «Συ δεν ξέρεις τον δρόμο. Και αν σε χάσω, θα χαθής». «Θα χαθώ», απήντα παρωδών ο Μάχτος, και τούτο συνέτεινεν εις το να επισπεύδη έτι μάλλον το βήμα.

Τώρα, την ημέραν της εκλογής, πώς απαιτείς να υπάγη άνθρωπος πεινασμένος, άνθρωπος όστις θα ψαύη την κοιλίαν του ως έγχορδον όργανον, άνθρωπος όστις δεν θα έχη την δύναμιν να ίσταται ή να βαδίζη, πώς απαιττείς τοιούτος άνθρωπος να υπάγη να ψηφοφορήση εις την κάλπην σου, και να σου δώση μάλιστα λευκήν ψήφον; Φυσικόν είνε, αφού θα λάβη τον κόπον προς χάριν σου, να του δώσης τουλάχιστον να φάγη δι' εκείνην την ημέραν.

Κατόπιν δε αφού παρήλθε πολύς καιρός και έπαυσε πλέον τον θόρυβον και την ταραχήν και τους σεισμούς, ήρχισε να ησυχάζη και να βαδίζη με τάξιν τον συνηθισμένον του δρόμον, διότι ανέλαβε ο ίδιος την επιμέλειαν και την εξουσίαν εις όσα είχε εντός του και ήσαν ιδικά του, προσπαθών όσον ήτο δυνατόν να ενθυμηθή τα διδάγματα του δημιουργού και πατρός του.

Δηλαδή δεν είναι καν όμοιαι αι επιστήμαι και αι δυνάμεις με τας διαθέσεις. Δηλαδή λέγομεν ότι ο δείνα βαδίζει υγιεινά, όταν βαδίζη καθώς ο υγιής.