United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδε την κεφαλήν του τέκνου στρογγύλην ως την ιδικήν του, είδε την κόμην του εφήβου μαύρην ως την ιδικήν του, ότε ήτο νέος, είδε τον αυχένα του τέκνου του λευκόν κατάλευκον ως τον ιδικόν του. — Ο ίδιος ο καπετάν-Μαμμής, είπεν ο γέρων. Ο ίδιος. Και αφήκεν ένα βαθύν στεναγμόν. Επέταξε πέραν το στίλβον αιμοχαρώς γιαταγάνι του, εγύρισε προς τον τοίχον και έκλαυσε γογγύζων. — Το πότισαν το παιδί μου!

Ήρκει τέλος να κάμω μαζή σου μικρόν τινα περίπατον εις την αγοράν και τας οδούς των Αθηνών, και να διασκεδάσωμεν ομού, θεωρούσαι αδιακρίτως εις τα βάθη των υπογείων οινοπωλείων, όπου θα εβλέπαμεν τον μελανόν επενδύτην προστριβόμενον οικείως εις την λιπαράν εφεστρίδα του χωρικού, το στίλβον υπόδημα πατούμενον εν φιλική διαχύσει υπό του λασπωμένου τσαρουχίου, και τους γλαφυρούς δακτύλους κομψού τινος υποψηφιδίου θωπεύοντας τον πιναρόν τράχηλον οινοβαρούς εκλογέως.

Δεν εδίστασεν επί πλέον. Ανήγειρε την μικράν κόρην, ετύλιξεν αυτήν με το ένδυμά του, και λαβών την πέτραν και την ράβδον του, ήρχισε να βαδίζη. Καθ' ην στιγμήν διήρχετο υπό την πλάτανον, την εγγυτέραν προς τον βράχον όθεν έπιπτεν ο καταρράκτης, είδε, βοηθεία ακτίνος τινος της σελήνης, στίλβον τι πράγμα κείμενον κατά γης. Έκυψε και το έλαβε.

Εν τω μεταξύ εκείνη είχε γείνει άφαντος από τον εξώστην, και μετ' ολίγας στιγμάς επρόβαλε, με το λευκόν κολόβιόν της στίλβον εις το φως της σελήνης, από την βορεινήν γωνίαν της οικίας, κατερχομένη εις τον αιγιαλόν. Ο νέος την είδε και ησθάνθη χαράν μετά φόβου. Έπραττε σχεδόν ασυνειδήτως. Δεν ήλπιζεν ότι θα ήτο ικανή να το κάμη. Εκείνη, μη αγαπώσα να εκφράση τους ενδομύχους λογισμούς της, είπεν·

Έμελλε δε να τρέχη μέχρι της αυγής, διότι οι ιππείς δεν απήλθον εις μέρος εγγύς κείμενον. Τέλος απώλεσε τα ίχνη των. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, και ο Βράγγης συνήλθεν ολίγον τι, θέσας τυχαίως την χείρα εις την πήραν του, ανεύρεν εκεί το μόνον ενθύμιον, όπερ τω έμεινεν εκ της νυκτερινής οπτασίας. Ήτο το στίλβον εκείνο πράγμα όπερ είχεν εύρει υπό την πλάτανον.

Ο φίλος μου με αφήκεν ευθύς. — Προχώρει, μου είπε και σε φθάνω. Και έτρεξεν εις συνάντησιν του πολιτευτού. Γνωριζόμεθα προ ετών με τον Σοφοκλή. Είνε πεντηκοντούτης περίπου, υψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ολίγον ωχρός, μ' ένα κεφαλάκι μικρό, με κρανίον αποψιλωμένον και στίλβον, ελαφρώς ταλαντευόμενον εις κάθε του βήμα.

Αφού δε τα παιδία ετραγάνισαν και το έσχατον φαγώσιμον οστούν του ταβά, σκυθρωπάζοντος ευλόγως του παρισταμένου μολοσσού, εις ον σκληρός απέμεινε κλήρος ό,τι μόνον απρόσιτον εις παίδων οδόνταςκαι αποσμήχοντα διά ψωμίου το πήλινον σκεύος εγάνωσαν αυτό λάμπον και στίλβον, ο κυρ Δημήτρης εμοίρασεν ακριβοδικαίως τα τρωγάλια εις τα τέκνα του, εστράγγισεν εις το ποτήριόν του το κατάλοιπον της μελαψής φιάλης, και σπογγίσας διά της παλάμης τον μύστακα, είπεν εις την σύμβιόν του εν αληθεί ευφροσύνη·

Και άνωθεν αυτού διά τεσσάρων κιονίσκων επιβαστάζεται ο θολίσκος αυτού, θαύμα ξυλογλυπτικής ως θόλος ναΐσκου, καλλίμορφος, φέρων επί της κορυφής επίχρυσον ξύλινον στέμμα, απολήγον εις σταυρόν, ενώ έσωθεν άνω του Επιταφίου θρήνου κρέμαται ωσάν πολυέλαιος έτερον τεχνητόν στέμμα εκ χρυσοχάρτου και τεχνητών ανθέων, στίλβον ακτινωτώς μετά μαρμαρυγών εν τω φωτί των λαμπάδων.

Είσελθε εις ολλανδικήν οικίαν, και θα ιδής πόσην θα αισθανθής ευχαρίστησιν, βλέπουσα πάντα τα εν αυτή καθάρια και εν τάξει, το έδαφος στίλβον, τας υέλους των παραθύρων αστραπτούσας από το τρίψιμον, τα παραπετάσματα λευκά ως χιόνα, τα κλείθρα λάμποντα ως κάτοπτρα.

Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο μόνον έν χάος πλωτόν. Δεν εφαίνετο πλέον άστρον ούτε πούλια, ούτε πετεινός ελάλει, ούτε ωρολόγι εσήμαινεν. Εφαντάζετό τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεμβρίου δεν έμελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης περί τα μεσάνυκτα ηκούσθη μεγάλη, εξωτική κραυγή: — Πι,πι,πι! πι,πι! πι,πι! Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος.