United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τον εξώστην του είχε περικλείσει ο Φίλιππος άνωθεν και εξ εκατέρων των πλευρών διά σανίδων. Και των παρακειμένων οικιών οι εξώσται περιεκλείοντο κατά τον αυτόν ή άλλον τρόπον, μετασχηματιζόμενοι εις κλίνας ευαέρους και δροσεράς κατά τας θερμάς του θέρους νύκτας.

Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς: — Μην είδατε της σκούναις μου;

Και το περιστατικόν τούτο μου ενθύμησεν έν άλλο θέαμα, εις το οποίον είχον παραστή προ δεκαεπτά ετών από το ανατολικόν παράθυρον του χειμερινού θαλάμου της ιδίας αυτής πατρικής οικίας μας, συμβάν εις την αυτήν εκείνην οικίαν με τον υψηλόν εξώστην, όπου σήμερον πρωί ανερριχάτο η μικρά Ξενούλα, μέλπουσα το αφελές άσμα, όπου μ' έκαμε ν' αποσείσω τον πρωινόν ύπνον.

Να, ου γυιος τς' Καληώρ'νας, πώς 'νε λένε; — Και πού την πάει; — Να, όξ' απ' του λιμάν'! — Μοναχός του; — Μαζύ μει μια γ'ναίκα. — Μαζύ μει μια γ'ναίκα! επανέλαβεν έκπληκτος ο καπετάν Κυριάκος. Και ποια; Δεν ηκούσθη η φωνή του παιδιού, το οποίον διά καλόν και διά κακόν επροφυλάσσετο υπό τον εξώστην. — Και πώς δεν ήρθες να μου πης χαμπάρι! ανέκραξεν ο καπετάν Κυριάκος.

Μίαν νύκτα, υπό τα παράθυρα της ωραίας Φλωρούς, μεγάλη έρις και σύγκρουσις επήλθε μεταξύ δύο ομίλων. Η παρέα του Νίκου του πουργοτζή αργοπορούσεν υπό τον εξώστην της οικίας, τραγουδούσα το «Άστρο της αυγής» και την «Πάπια του γιαλού»· τότε έφθασεν η παρέα του Γιάννη του Καβούλη, ψάλλουσα τον «Διπλόν καϋμόν». Τότε αι δυο ομάδες ήλθον εις ρήξιν.

Την νύκτα ότε άυπνος βλέπω τα αναρίθμητα άστρα ακτινοβολούντα εις την απέραντον γαλήνην του ουρανού, και ακούω υπό τον εξώστην μου τον ήσυχον φλοίσβον της θαλάσσης, διαπερούν ενίοτε την φαντασίαν μου, ως εικόνες αλλεπάλληλοι, αι ολίγαι ευχάριστοι αναμνήσεις της ζωής μου.

Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ' έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην. Μετ' ολίγον μ' έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς.

Καλά έκαμες και μου το έφερες, είπεν. Εσκέπασα με το άλλο τον νεκρόν. Και βαδίζοντες ο είς παρά τον άλλον επέστρεψαν εις την οικίαν των πεζοί ο ιερεύς και η σύζυγος του. Ο λόγος ήτο περί σκύλων. Το δείπνον είχε τελειώσει. Αι κυρίαι εις τον εξώστην εθαύμαζον τα φλόγινα νέφη της δύσεως, ημείς δε περί την τράπεζαν επίνομεν τον καφέν καπνίζοντες.

Εν τω μεταξύ εκείνη είχε γείνει άφαντος από τον εξώστην, και μετ' ολίγας στιγμάς επρόβαλε, με το λευκόν κολόβιόν της στίλβον εις το φως της σελήνης, από την βορεινήν γωνίαν της οικίας, κατερχομένη εις τον αιγιαλόν. Ο νέος την είδε και ησθάνθη χαράν μετά φόβου. Έπραττε σχεδόν ασυνειδήτως. Δεν ήλπιζεν ότι θα ήτο ικανή να το κάμη. Εκείνη, μη αγαπώσα να εκφράση τους ενδομύχους λογισμούς της, είπεν·

Η σύζυγος, ήτις παρεφύλαττεν ήδη εν τη αιθούση, είχε καταληφθή υπό του ύπνου, τόσας νύκτας πλέον αγρυπνούσα και πονούσα, αλλά προς την φωνήν του πρεσβύτου «η σκούναις μου» εξηγέρθη έντρομος και ονειρευομένη, ίσως, τον αγνοούμενον υιόν της, εξήλθεν εις τον εξώστην, ψιθυρίζουσα, ως ημικοιμωμένη: — Παιδάκι μου, καλώς ήλθες! Αλλ' εκεί ανεμνήσθη αίφνης, ότι εκάθητο ο καπετάν Τσούρμας ο Παπαργυρός.