United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις αυτά τα λόγια τον έφερε προς την Φαρουχνάζ, η οποία ευθύς εγνώρισεν εις το βασιλόπουλο την μορφήν που εις τον ύπνον της είχεν ιδεί. Ομοίως και το βασιλόπουλο εγνώρισε ευθύς εις το να την θεωρήση πως ήτον η βασιλοπούλα, της οποίας ήτον πάντα εις την ενθύμισίν του η ωραιοτάτη μορφή.

Αποτέλεσμα των ομμάτων των γυναικών επί των κατόπτρων κατά την έμμηνον ροήν. Ευκόλως απατώμεθα υπό των αισθήσεων, όταν έχωμεν πάθη ψυχικά ή σωματικά.& Τι είναι το ενύπνιον και πώς γίνεται δυνάμεθα να μάθωμεν, αν προ πάντων εξετάσωμεν τα συμβαίνοντα κατά τον ύπνον . 2.

Η Μάρθα δεν είχεν ονειροπολήσει ότι ο Λάζαρος θ’ αφυπνίζετο τώρα από τον ύπνον του θανάτου, και ηδυνήθη μόνον ν' απαντήση, «Οίδα ότι αναστήσεται εν τη αναστάσει, εν τη εσχάτη ημέρα». Ο Ιησούς είπεν αυτή: &«Εγώ ειμι η Ανάστασις και η Ζωή· ο πιστεύων εις Εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται· και ο ζων και πιστεύων εις Εμέ ου μη αποθάνη εις τον αιώνα&. Πιστεύεις τούτο

Ορκίζονται δε και μαντεύονται ως ακολούθως· θέτοντες την χείρα επί των τάφων των ανδρών όσοι ως λέγεται υπήρξαν δικαιότατοι και ανδρειότατοι εις το έθνος των, ομνύουσιν εις αυτούς· μαντεύονται δε πορευόμενοι εις τα μνήματα των προγόνων των, επί των οποίων αφού προσευχηθώσιν αποκοιμώνται, και παν ό,τι όνειρον ίδωσιν εις τον ύπνον των, αυτό δέχονται.

Δεν είναι καλά, το παιδί; Φωναί και σπαραγμός και κλαύματα ηκούσθησαν. Η μήτηρ εύρισκε το θυγάτριόν της νεκρόν εντός του λίκνου. Από τον θόρυβον, εξύπνησεν εις το διπλανόν χώρισμα ο Κωνσταντής, όστις είχε χορτάσει καλά τον ύπνον. — Τι είναι; έκραξε τρίβων τους οφθαλμούς. Εχασμήθη, ετανύσθη, ετινάχθη, κ' έτρεξεν εις την θύραν του θαλάμου.

Λαμβάνεις τον μεταμεσημβρινόν ύπνον σου ευθύς μετά το πρόγευμα, ενώ έπρεπε να εργάζεσαι αδιακόπως. Εις Σε, όστις δύνασαι να παραγάγης έργον προ του οποίου όλα να αμαυρωθώσιν, απαντώ λοιπόν κατά πρόσωπον: «Κάμε καλλίτερους στίχους». Ωμίλει χωρίς να φαίνεται ότι έδιδε σπουδαιότητα εις τους λόγους του, ειρωνευόμενος και επιπλήττων συγχρόνως, αλλ' οι οφθαλμοί του Καίσαρος ήσαν υγροί εκ χαράς.

Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε χωρίς να λάβη ύπνον.

Κ' εξετρύπωνεν από τον σκοτεινόν σχοίνον να ιδή την θάλασσαν και δεν έβλεπε. Βουνόν δασώδες την απέκρυπτε. Ημέρας τινάς μετέπειτα επροφυλάχθη και πάλιν, αλλ' υπέφερεν ως υπό πυρετού, παραμιλών την νύκτα εις τον ύπνον του με κλαυθμούς: — Κομμάτι θάλασσα, καϋμένα παιδιά! Κομμάτι θάλασσα! Χάθηκε κομμάτι θάλασσα!

Η συνείδησις ενεκρώθη εν αυτώ, αλλ' η φαντασία του όμως, άγρυπνος αείποτε και έντρομος, διώκει και ύπνον και ησυχίαν. Πορεύεται και πάλιν προς τας Μαγίσσας, αίτινες παριστώσιν ενώπιον του οπτασίαν νέαν αλλ' αύτη ουδέν άλλο είναι, ή φαντασμαγορική παράστασις των σκέψεων υφ' ων πιέζεται ο νους του.

Ενώ κοιμάτ' ο Δώγκαν, — κ' ύπνον βαρύν του ταξειδιού ο κόπος θα του φέρη, — τους δυο θαλαμηπόλους του θα τους δαμάσω τόσον με τα συχνοκεράσματα, που το μνημονικόν των, ο φύλακας του λογικού, ένας ατμός θα γείνη, και μέσ' από την θήκην του ο νους θα ξεθυμάνη.