United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καταλαμβάνοντας αυτός ότι ημείς τέλος πάντων εκλίναμεν διά να του πληρώσωμεν την επιθυμίαν, έγινε πολλά ήμερος και μας εφανέρωσεν, ότι πολλά του εκακοφαίνονταν, που ημείς του εδώσαμεν αιτίαν διά να μας μεταχειρισθή με εκείνον τον τρόπον· έπειτα μας είπε πως μας αγαπούσε διά την αιτίαν, που τον εβγάλαμεν από την θάλασσαν, εις την οποίαν έπρεπε να αποθάνη από την πείναν· και πως διά το καλόν μας, επιθυμούσεν, ότι να συναπαντήση κανένα άλλο καράβι, που να είναι πλούσιον από ζωοτροφίαν, διά να υπάγη εις εκείνο, και ημάς να μας αφήση εις ειρήνην.

Ο απεσταλμένος επρόβαλε την ανάγκην του ιππικού εις τον αρχιστράτηγον, αλλ' αυτός απεκρίθη, ότι δεν δύναται να του χορηγήση το ζητούμενον, διότι δεν έβαλεν εισέτι εις τάξιν τας υποθέσεις του. Η άρνησις αύτη επείραξε τους ιππείς και επαραπονέθησαν εις τον Καραϊσκάκην, ο οποίος έδειξε την δυσαρέσκειάν του και τους εφανέρωσεν ότι συμπάσχει και ο ίδιος.

Με την αφορμή αυτής της ιστορίας, καθώς και της άλλης του λαθρεμπορίου, που την εφανέρωσεν ο στρατιώτης, που είδε τα φορτωμένα μουλάρια, οι εχθροί του παππά Συνέσιου τον εκατάγγειλαν, αυτός όμως, χωρίς να περιμένη, εσηκώθη μια νύχτα, επήρε τα ρούχα του πλυμένα κι' άπλυτα και μαζή με τη μάννα του, έφυγε και από τη Μονή και από τον τόπο.

Μα εγελασθήκαμεν εις μίαν τέτοιαν ψευδή ελπίδα· επειδή και εκείνος, καταλαμβάνοντας τους στοχασμούς μας, μας εφανέρωσεν ότι ποτέ δεν εκοιμούνταν, και πως την χώνεψιν των φαγητών την έκαμε χωρίς να λάβη ύπνον.

Τότε ο νέος απεκρίθη· «Έχεις δίκαιον, ω πάτερ, αφού είδες τοιούτο όνειρον, να με φυλάττης· εκείνο όμως το οποίον δεν ενόησες, εκείνο το οποίον έμεινε σκοτεινόν διά σε, οφείλω να σοι το εξηγήσω. Είπες ότι το όνειρον σοι εφανέρωσεν ότι μέλλω να αποθάνω υπό σιδηράς αιχμής.

Αλλ' ουδεμίαν έκπληξιν εφανέρωσεν ότε, αντί του αγωγιάτου, απεκρίθην εγώ εις την ερώτησίν του. — Είναι ο εξάδελφος μου, Κύριε Μελέτη, ο Κύριος Μαιμάς. Ο Νίκος, παραιτήσας επί τέλους τας ερεύνας του, επλησίασε και εχαιρέτησε τον γέροντα, όστις χωρίς να τον καλοβλέπη έθλιψε την χείρα του, επαναλαβών τα φιλόξενά του «Καλώς ωρίσατε».

Εγώ δεν σου λέγω από ποίον καιρόν, και από ποίον εστάθη κρυμμένος, επειδή και εγώ ούτε το ηξεύρω· όλον εκείνο που ηξεύρω είνε τούτο, ήγουν ο πάππος μου οπόταν ήθελε ν' αποθάνη το εφανέρωσε του πατρός μου χωρίς να του ειπή άλλο, και ο πατήρ μου το εφανέρωσεν εμένα· και ιδού που σου το φανερώνω και του λόγου σου, μα σου παραγγέλω ωσάν τον λάβης εις τα χέρια σου, να πασχίσης να ξοδεύης με εύμορφον τρόπον διά να μην πέσης εις τον φθόνον του βασιλέως και των φιλαργύρων κυβερνητών, και το μάθουν και σου το αρπάξουν.

Ο Ραβά διά κακήν τύχην πηγαίνοντας συχνώς προς αυτήν συνέλαβεν εις αυτήν έναν υπερβολικόν έρωτα, τον οποίον έκρυπτε διά κάμποσον καιρόν μα εις το τέλος μη εξουσιάζοντας, πλέον τον εαυτόν του, της τον εφανέρωσεν.

Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Σκυθικήν και εισέδυσεν εις την λεγομένην Υλαίαν, ήτις κείται πλησίον του Αχιλλείου δρόμου και καλύπτεται όλη υπό δένδρων παντοίων, ήρχισεν ο Ανάχαρσις να τελή την εορτήν της Κυβέλης με όλα τα καθέκαστα, κρατών τύμπανον και έχων εις το στήθος αγάλματα κρεμάμενα. Είς όμως των Σκυθών ιδών αυτόν εφανέρωσεν εις τον βασιλέα τι έπραττεν.

Η Φαιδύμη λοιπόν υπεσχέθη εις τον πατέρα της να εκτελέση τας διαταγάς του. Τούτου δε του μάγου Σμέρδιος τα ώτα είχε κόψει ο υιός του Καμβύσου Κύρος ότε εβασίλευε δι' αιτίαν ου μικράν. Άμα δε εφάνη η ημέρα, πέμψασα εφανέρωσεν εις τον πατέρα της τα γενόμενα. Ο δε Οτάνης λαβών κατ' ιδίαν τον Ασπαθίνην και τον Γωβρύαν, πρώτους των Περσών και πιστοτάτους φίλους του, τοις διηγήθη όλην την υπόθεσιν.