United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοιτάχτηκαν, κι εκείνος κατάλαβε ότι κάτι είχαν να πουν εκείνοι οι δυο, να ξαναπιάσουν μια κουβέντα που άφησαν στη μέση. «Έφις, άκουσε, θα μας εξιστορήσεις τουλάχιστον τις περιπέτειές σου, αφού δεν μας έγραψες ποτέ. Πόσα πράγματα θα έχεις να μας πεις τώρα! Αχ, Έφις, Έφις, ποιος θα το πίστευε ποτέ ότι όταν θα γερνούσες θα γύριζες τον κόσμο!» «Κάλιο αργά παρά ποτέ, ντόνα Έστερ μου!

Οι σκιές όλων αυτών των όγκων απλώνονται θαμπές στο πάτωμα, στην καπνιά, στις λάσπες, κάτω στ' άπλυτα χρώματα. Είνε σκιές κακοφτιασμένες, βάναυσες, άτεχνες.. Στην άλλην όμως κουζίνα την ευγενικιά, οι κομψές χύτρες και τα λεπτοτεχνημένα μπρίκια, κι' οι αστραφτερές κουτάλες κρεμασμένες με τάξη, κι' οι πλεχτές από καλό μέταλλο σκάρες, σχεδιάζουνε μια συμφωνία σκιών, πολύτεχνη, επιμελημένη, κεντητή.

Από δω κι' από κει χτυπούσαν οι σφύρες στ' αμόνι του μηχανουργείου του θωρηκτού, ή άλλες σφύρες που καθαρίζανε τις σκουριές από τη χοντρή αλυσίδα της άγκυρας.. Σιγά-σιγά και ασυναίσθητα ο Ρένας από τη γενική βοή άρχισε να ξεχωρίζει τις ιδιαίτερες νότες. Ολόκληρη ορχήστρα φυσικές και τεχνητές δύναμες που φανερώνανε την ύπαρξη της ενέργειας τους μ' αλλοιώτικο η κάθε μία ήχο.

Αυτό δε το πτωχόν εκατάλαβεν ότι δεν το καλοβλέπουν οι μεγαλοπρεπείς του συγκάτοικοι, και εμελαγχόλησε. Εκεί καταβαίνει εις το περιβόλι μία νέα με έν μεγάλον ψαλίδι εις το χέρι, προχωρεί προς τους λαλέδες και κόπτει ένα, κόπτει δύο, κόπτει ένα σωρόν. —Αχ! εστέναξε το χαμόμηλον. Φρίκη! Κρίμα τα ωραία άνθη! Η νέα έφυγε με το ψαλίδι εις το έν χέρι και τους κομμένους λαλέδες εις το άλλο.

Η όψι σύρριζα της γης αλλάζει! Άκου. . . Τι θόρυβος είνε αυτός! Ως το χαλάζι απ' όλες της γωνιές του κόσμου εισορμάνε οι Γότθοι, πάνθηρες λες, πού θέλουνε να φάνε κορμιά, με αίμα να μεθήσουνε κι' επάνω στα χαλάσματα των τόπων μας να στήσουνε από κουφάρια στην καταστροφή μια πυραμίδα. . . Καίσαρ Γαλέριε.

Το πρωί, ο Γκορνεβάλης πήρε από κάποιο δασοφύλακα το τόξο του και δυο καλοφτιαγμένα βέλη, και τάδωσε στον Τριστάνο, τον καλό τοξότη, που ξεπέταξε ένα ελάφι και το σκότωσε. Ο Γκορνεβάλης άναψε φωτιά από ξερά κλαδιά για να ψήση το κυνήγι. Ο Τριστάνος έκοψε φυλλώματα, έφτιασε μια καλύβα και τη σκέπασε με φύλλα.

Ο Κακαμπός ρώτησε ταπεινά ποια ήτανε η θρησκεία του Ελδοράδο. Ο γέρος κοκκίνησε άλλη μια φορά. — Μήπως μπορεί να υπάρχουν δυο θρησκείες; είπε. Έχουμε νομίζω, τη θρησκεία όλων των ανθρώπων· λατρεύουμε το Θεό απ' το βράδυ ως το πρωί. — Λατρεύετε ένα Θεό; ρώτησε ο Κακαμπός, χρησιμεύοντας πάντα ως διερμηνέας των αποριών του Αγαθούλη.

Ό τι παίρνει από τους αρχαίους το κάμνει καινούριο· η γλώσσα του, με τέτοιο τρόπο, βρίσκεται ίσια ίσια στη μέση, στην αρχαία μεταξύ και στη νέα, σαν ένα γεφύρι που περνά τους αθρώπους από τη μια μεριά του ποταμού στην άλλη μεριά. Έτσι δεν πεθνήσκει το έθνος· δε χάνει την αιώνια παράδοση ο λαός. Τέτοια είναι κ’η δική σας η δόξα.

Και ανομολογήσασα το δίκαιον του Μανώληκαι πότε δεν είχεν αυτός δίκιο, — ενίσχυσε τας υποψίας και την άδικον και παράλογον αγανάκτησίν του κατά της Πηγής. — Και να μου το δώσης θες εδά το Μαρούλι, είπεν ο Μανώλης, να κάμωμε και τσοι Θωμαδιανούς να σκάσουνε; — Μια που τα χαλάσετε μ' αυτούς τσοι βιλάνους, το πράμμα είνε εύκολο.

Τρεις μήνες αργώτερα, μια πρωινή, στον αυλόγυρο της Μονής, επαρουσιάσθη με το φτωχικό του κομπόδεμα, ο Άνθιμος, ο καλόγερος. — Καλό στο χελιδόνι που μας ήφερε πάλι την άνοιξη· τον εχαιρέτισε ο παππά Κύριλλος. — Αμήν! είπεν ο Άνθιμος.