United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφτύς νερό τους έχυσαν οι κράχτες να νιφτούνε, κι' οι νιοί κροντήρια με πιοτό γιομίσανε ως τα χείλια, 175 κι' όλους κερνούνε, απ' τους θεούς με τα καφκιά αρχινώντας Και στάξοντας, σαν ήπιανε όσο η καρδιά ζητούσε, σηκώνουνται απ' του βασιλιά να πάνε την καλύβα, ενώ πολλές τους έδινε ο Μέστορας ορμήνιες, όλα λεφτολογώντας τους, μα του Δυσσέα πρώτα 180 τούλεγε και του σύσταινε ότι μπορεί να κάνει και του Πηλιά τον άξιο γιο να φέρει στα νερά τους.

Γιατί από τότε που λείπει ο Τριστάνος είναι ξαπλωμένος κει κάτω μέσ' την καλύβα του κι' όποιος τον πλησιάση του ρίχνεται, Βραγγίνα, φέρε μου τον εδώ. Η Βραγγίνα τον φέρνει. «Έλα δω, Χουσδάν, λέει ο Τριστάνος. Ήσουν δικός μου, σε ξαναπέρνω».

Κι' αφτοί προχώρησαν, μπροστά ο θεϊκός Δυσσέας, κι' ομπρός του στάθηκαν. Έτσι είπε, και τους έφερε πιο μέσα στην καλύβα και στα σκαμνιά τους κάθισε και τ' άλικά του πέφκια, 200 κι' εφτύς γυρνάει κι' εκεί κοντά φωνάζει του Πατρόκλου «Βάλε εδώ ομπρός μας, Πάτροκλε, κροντήρι πιο μεγάλο, άσ 'το έτσι το κρασί πιο αγνό, δώσε ολωνών ποτήρια· φίλους ξενίζει η στέγη μου τους πιο λαχταρισμένους

Κι' αν θέλης πάλι κάθεσαι και μου βοηθάςτο θέρο Όσο να ισκιώσουν τα ριζά και να μας πιάκ' η νύχτα, Να πάμετην καλύβα μου να κοιμηθούμε αντάμα. — Εγώ είμαι κόρη του βουνού και τσέλιγγα κοπέλλα, Τον κάμπο εγώ δεν τον φτουρώ και χλιό νερό δεν πίνω, Δεν εχεράκωσα ποτέ δρεπάνι εγώ για θέρο, Δε ζάρω από χερόλαβα, να πήγω γάλα ζάρω, Ζάρω ν' αρμέω τα πρόβατα, να σαλαγάω τα γίδια.

Θυμήθηκε την ημέρα όπου η Ιζόλδη η Ξανθή τούδωσε αυτό το δώρο: μέσα στο δάσος του τώδωκε, στο δάσος όπου προς χάρι του είχε κακοπαθήσει στην τραχειά ζωή. Και ξαπλωμένος τώρα δίπλα στην άλλη Ιζόλδη, ξαναείδε την καλύβα του Μορουά. Τι τρέλλα χτύπησε την καρδιά του ώστε να μπορέση να κατηγορήση τη φίλη του για προδοσία; Όχι· αυτή υπόμενε για χάρι του όλες της δυστυχίες, μόνο αυτός την είχε προδώσει.

Μα αφού σε πάει και στ' αρχηγού σε μπάσει την καλύβα, έννια σου, δε σε σφάζει πια μηδ' άλλους δε θ' αφίσει· 185 τυφλός δεν είναι ή άμιαλος μηδ' άσεβος ν' αγγίξει άντρα που χάρη του ζητάει γονατιστός μπροστά τουΈτσι είπε η ανεμόποδη θεά και φέβγει πίσω.

Κι' ομπρός ομπρός διο στέκουνταν μ' τ' άρματά τους άντρες, ο δοξασμένος Πάτροκλος κι ο άξιος Αφτομέδος, διο μ' έναν πόθο, ολόμπροστα να θανατώνουν Τρώες. 220 Ωστόσο του Πηλέα ο γιος γυρίζει στην καλύβα κι' ανοίγει εκεί το σκέπασμα κουτιού πλουμουδισμένου, που η αργυρόποδη θεά του τόχε βάλει, η Θέτη, να πάρει μες στο πλοίο του, καλά στοιβάζοντάς το με φλοκοπέφκια, ρουχικά, κι' ανεμοκόφτρες κάπες.

Έτσι είπε και την άκουσε τη δέηση του ο Δίας. Για τόνα τούπε μάλιστα, για τ' άλλο τούπε τ' όχι· 250 ναν τα γλυτώσει τούστρεξε οχ τα χαμό τα πλοία, ναν τούρθει πίσω ζωντανός, όχι είπε πως δε θάρθει. Έτσι λοιπόν σαν έσταξε του Δία, εφτύς γυρίζει μέσα ξανά, και το καφκί μες στο κουτί απιθώνει. Έπειτα βγαίνει εκεί μπροστά και στέκει στην καλύβα, 255 τι καν τα μάτια του να δουν τον πόλεμο ποθούσε.

Τι ο Ποδαλείρης ο γιατρός κι' ο γιατρεφτής Μαχάος, ο ένας με πληγή θαρρώ πως χάμου στην καλύβα κοίτεται θέλοντας γιατρό κι' ατός του κατεχάρη· 835 στον κάμπο ο άλλος σταματάει των Τρώων το γιουρούσι..»

Χωρίστηκε ο Κιοσέ πασάς.. Χτυπάει την Αλαμάνα... Άστραψ' η πρώτη τουφεκιά... Χαράτο καρυοφύλλι!... Να μην πεθάνω εδώ με σας, αν δεν ην' του Καλύβα.