United States or Faroe Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτος ο γερο-Φοίνικας ομπρός ας οδηγέβει, Επειτα του Λαέρτη ο γιος κι' ο Αίας ο μεγάλος· και κράχτες, διο ας ακολουθούν, ο Νόδιος κι' ο Βρυβάτης. 170 Και τώρα φέρτε μας νερό να νίψουμε τα χέρια κι' όλους διατάξτε να σταθούν με σέβας, τι του Δία θα κάνουμε μια δέηση, ανίσως μας πονέσειΕίπε, κι' εκείνοι τ' άκουσαν με προθυμιά το λόγο.

Σαν πιο βαρύ θαν τούρθει αφτό νομίζω...» 325 Έτσι είπε και τους έστειλε με θυμωμένα λόγια. Κι' άθελα οι κράχτες τράβηξαν σιμά σιμά την άκρη του στειροτρύγητου γιαλού, και στο καραβοστάσι των Μυρμιδόνων φτάσανε κι' ως τις καλύβες πέρα.

Σταίνουν αράδες τ' άλογα, και βγαίνουνε απ' τ' αμάξια, έπειτα βγάζουν τ' άρματα κι' εκεί τ' αφίνουν χάμου, σιμά κι' οι διο, και λίγη γης τους χώριζε στη μέση. 115 Κι' ο Έχτορας τότε έστειλε διο κράχτες μες στη χώρα να φέρουν γλήγορα τ' αρνιά, το γέροντα να κράξουν.

Και τότες πήραν το γοργό του γέρου γιο Πηλέα 35 στου βασιλιά οι ατρόμητοι οπλαρχηγοί, και μόλις τον έπεισαν, τι τούκλαιγε μέσα η καρδιά το βλάμη. Κι' όταν σε λίγο φτάσανε στου βασιλιά Αγαμέμνου, εφτύς τους κράχτες πρόσταξαν να στήσουνε λεβέτι μεγάλο απάνου απ' της φωτιάς τις φλόγες, μήπως πείσουν 40 τον Αχιλιά τα αίματα, να πλύνει και τη λέρα.

Και την αμάχη ο βασιλιάς δεν ξέχανε απ' την ώρα που στη βουλή φοβέρισε τον ξακουστό Αχιλέα, μον τον Ταρθύβη φώναξε και το γοργό Βρυβάδη, 320 που κράχτες του και παραγιούς τους είχε μπιστεμένους «Αμέτε στ' Αχιλέα οι διο, και μέσα απ' την καλύβα πάρτε απ' το χέρι τ' όμορφο και φέρτε μου κορίτσι. Μα αν δεν τη δώσει, ξεκινώ με πιο πολλούς, κι' ατός μου την παίρνω εγώ.

Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. 330 Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε «Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους!

Τέλος σα χόρτασαν καλά γερό με φαγοπότι, πρώτος τους λέει ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης «Τ' Ατρέα ξακουσμένε γιε, πρωτάρχοντα Αγαμέμνο, ας μην αργούμε πιο πολύ εδώ με τις κουβέντες 435 και τη δουλιά αναβάλλουμε που μας ανοίγει ο Δίας, Μον στο καραβοστάσι ομπρός! οι κράχτες ας λαλήσουν κι' οχ τα καλύβια ας βγάλουνε τα' ασκέρι αρματωμένο, κι' εμείς στον κάμπο οι αρχηγοί με δίχως χασομέρια ας σύρουμε έτσι αχώριστοι, ν' αρχίζουμε κοντάρι440

Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε «Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, 60 πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.

Κι' αν γεννιώνταν, ποιος θα να μας το φανέρωνε; Στον συγνεφιασμένον μας ουρανό δεν θα νάτουν βολετό να 'δούμε ποτέ τ' αστέρι που τώδειξε μια φορά στους Μάγους. Τα σήμαντρα δεν θα μας το διαλαλούσαν, κι' οι κράχτες δεν θα μας το φώναζαν. Η εκκλησιές μας ήταν κλειστές και στα 'κονίσματα των σπιτιών μας ετοιμαζόμασταν για να πούμε την δέησή μας. «Κλάψτε, μωρέ καϋμένοι Χριστιανοί

Κι' ο γιος τ' Ατριά από τα δεινά κατάκαρδα θλιμένος γύρναε παντού και πρόσταζε τους βροντολάλους κράχτες 10 χώρια έναν ένα σε βουλή τους στρατηγούς να κράξουν δίχως φωνές· και δούλεβε κι' ατός του με τους πρώτους. Κι' άκαρδοι παν και στη βουλή καθίζουν.