United States or Finland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρώτα οι θεοί, ίσως την καρδιά τα λόγια μουπιος ξέρει; — τ' αγγίξουν· τι πολλά μπορούν του βλάμη τα περκάλιαΕίπε και φέβγει ακράτητος. Κι' οι Δαναοί τους Τρώες 405 μ' απόφαση, ενώ πλάκωναν, προσμένουν· μα πού τρόπος πίσω ναν τους βαρέσουν πια, κιας είτανε πιο λίγοι.

Έτσι είπε, κι' αναγάλλιασε ο τρομερός Διομήδης. Τ' όπλο του κάρφωσε στη Γης που θρέφει κάθε πλάσμα, κι' έτσι είπε μ' ήμερη φωνή στο στρατολάτη Γλάφκο «Βλάμη μου σ' έχω πατρικό απ' τα παλιά τα χρόνια. 215 Γιατί ο Βοινέας μια φορά στο σπίτι το λεβέντη Βελλεροφόντη ως είκοσι φιλοξενούσε μέρες. Μάλιστα οι διο τους κι' άλλαξαν πανώρια θυμητάρια.

Και τόδωκε του Δήπυλου, του γκαρδιακού του βλάμη325 π' απ' όλους πιο καλύτερα τον είχε τους συντρόφους, κι' είχαν μια γνώμη πάντα οι διοστα πλοία ναν τ' αφήκει· κι' ο ίδιος πάλι ανέβηκε στ' αμάξι του, κι' αδράζει τα γκέμια, κι' ίσα αβάσταχτος προς το Διομήδη τρέχει.

Και όμως κοντά του, τόσο κοντά που να αισθάνεται τον ανασασμό λίβα στο πρόσωπο, που να πέφτη Καβομαλιάς ο ίσκιος στο στήθος του στέκεται μικρομέγας ο Τρακάδας και με γέλοιο τον κυτάζει κατάματα, τον περιχύνει με την αγριόχρωμη φωνή του: Τάωτω! και πίσω δεν κυτώ! τ' αχνάρια μου πάνε μπροστά κ' εγώ γυρίζω πίσω. Έλα βλάμη σήκω, σήκω να μοιράσουμε!..

Πίσω του ο Καρακαχπές αναμαλλιάρης κ' εκείνος ρίχνεται στα βήματά του: φεύγα! του λέγει με το αλύχτημα ξεσχίζει του την βράκα με τα δόντια του. Εχθρός έγινε τόρα ο υποταχτικός και ο σύντροφος! Και βλέποντάς τον έτσι ο καπετάν Λαχτάρας παίρνει το αλύχτημα για φωνή του βλάμη του, γνωρίζει στη λάμψι των ματιών την αγριόθυμη φλόγα του Τρακάδα. Και φεύγει ακόμη με γόνατα παραλυμένα· με κομμένη φωνή.

Ψωμοζήτης και πονόψυχος. Ήξευρα ποιος μου εψαλίδισε τα φτερά και όμως ελυπόμουν να τον διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Επάθαμε ζημιές στα ταξείδια. Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά δεν θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το απόθεμα. Ας πάει να χαθή! εσκέφθηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω. — Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτώ τόρα. — Έτσι, τον είπα· μου απαντά με θυμό.

Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω: — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες». — Ώστε τώρα είσαι;... — Ντεληγιάννης και το νύχι μου! Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής.

Και σα θυμήθηκαν κι' οι διο, ο ένας τους το γιο του θρηνούσε, στ' Αχιλέα ομπρός τα πόδια 'να κουβάρι, 510 πικρά κι' ο άλλος έκλαιγε το γέρο του, ή και πάλι το βλάμη του, κι' οι στεναγμοί παντού τριγύρω αχούσαν.