United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή του Χρόνου! Εβγάτε, ακούστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι' αναθρέφεταιτο γάλα καιτο μέλι. Το γάλα τρων' οι Άρχοντες το μέλι οι αντρειωμένοι.

Ξέρεις πια ‘μαι ‘γώ ; Παλιοκούφταλο ! Ξεδοντιάρα ! Ίσια κι όμοια γινήκαμε τώρα με τις ξενοπλύστρες, τις κουρβλούδες ! Καλά λεν : «Όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα τον τρων οι κόττες !». Μπα που κακό συχισμό και ταραμό νάχης, όπως με σύγχυσες! Αχρόνιαγη. . . Μα θα σου δείξω 'γώ με ποιάν έχεις να κάνης!. . και χύθηκ' έξω απ’ την πόρτα.

Ο άρχοντας τον δέχτηκε και τον έβαλε στο τραπέζι, που είταν έτοιμο με διάφορα φαγητά. Τη στιγμή που άρχισαν να τρων, δύο υπηρέτες άρχισαν να κόφτουν ψωμί. Έκοψαν, έκοψαν, έκοψαν, κι' όλο έκοφταν.

Βαλάνια από ημερόδεντρον τρων και σήμερον οι πιστικοί. Θιαμαίνομαι , θαυμάζω, εκπλήσσομαι Ιστ, ιστ σάλαγοι προβάτων

Απέ η φωτιά σα χώνεψε και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, 465 τα ψήνουν όμορφα, όμορφα κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν, Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Κι' ήβρανε το σύντροφο από Τρώες τριγυρισμένο, θάλεγες τσακάλια αιματοφάγα γύρω σε διπλοκέρατη λαφίνα λαβωμένη, 475 π' απάς στα όρη κυνηγό ξεφέβγει πιλαλώντας όσο το αίμα 'ναι ζεστό και την ακούει το γόνα· όμως στερνά όταν η πικρή σαΐτα τη δαμάσει, την τρων μέσα σ' ολόσκιωτο ρουμάνι τα τσακάλια, στ' όρος απάνου· μα άξαφνα λιοντάρι αν φέρει η τύχη 480 νυχάτο, θαν τη χάψει αφτό και τα τσακάλια φέβγουν· τότε έτσι τον ατρόμητο στη μέση τους Δυσσέα Τρώες πολλοί και δυνατοί βαρούσαν, και με τ' όπλο αφτός ορμώντας πάσκιζε να σώσει το πετσί του.

Και στη σούγλα 425 περνάν τα σπλάχνα, κι' έπειτα στην ανθρακιά τα ψήνουν. Και τα μεριά σαν κάηκαν και φάγανε τα σπλάχνα, λιανίζουν τ' άλλα κρέατα και τα περνάν στις σούγλες, τα ψήνουν όμορφα όμορφα, κι' απ' τη φωτιά τα βγάζουν. Και τη δουλιά σαν τέλιωσαν και τοίμασαν τραπέζι, 430 τρων, και δε λείπει τίποτα που να ποθεί η καρδιά τους.

Να, κλείσανε δώδεκα μέρες τώρα πούναι νεκρός, μα ασάπιστο τον βλέπεις, δεν του πιάνει σκουλήκια ακόμα η σάρκα του που τρων τους σκοτωμένους. 415 Το μόνο, τον τραβά άσπλαχνα στου λατρεμένου βλάμη γύρω τον τάφο, όταν φανεί η θεϊκιά η αβγούλα, μα άλλο κακό όχι.

Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκουΈτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.

Απέ σαν τέλιωσε η δουλιά και τοίμασαν τραπέζι, τρων, και δε λείπει τίποτα που να ζητά η καρδιά τους. 320 Και στο τραπέζι ο βασιλιάς τ' Ατρέα γιος τον Αία μ' ολάκερα τον φίλεβε τ' απάκια και τιμούσε.