United States or Cyprus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν ήταν μέρα χωρίς συφορά και νύχτα χωρίς εφιάλτη. Μα σαν τόνειρο το σημερινό να πάη και να μην έρθη. Είδε, λέει, τον εαυτό του στη θέση του προπάππου του, του Οσμάν. Είχε τα νιάτα και την κορμοστασιά του, την αδάμαστη τόλμη και το πλατύ όνειρό του. Κ' ήταν ερωτεμένος, δυνατά ερωτεμένος με τη γλυκεία τη Μαλχατούν. Κοιμώτανε πλάι στον Εδεβαλή, τον πατέρα της ποθητής του.

Εν χρήσει προς έπαινον νεανίου έχοντος πολεμικόν το ήθος. »Πριν έβγητην παγάνα» σ. 89 Παγάναι · Συνήθως αι εκδρομαί αίτινες γίνονται εις τα δάση προς κυνηγεσίαν. Αλλά κυρίως εμφαίνει τους ελιγμούς και τας περιστροφάς του κυνηγού πλανωμένου ένθεν κακείθεν προς ανακάλυψιν της ποθητής άγρας, όθεν και το ρήμα παγανίζω . » Χαρούμενα τ' αρείκη » σ. 90. Ερείκη ή ρείκη Erica vulgaris.

Οι δύο ποιμένες ένθεν και ένθεν του παιδίου κουκουλωμένοι διά το ψύχος και στηριζόμενοι επί των ποιμενικών ράβδων άνω της ποθητής χύτρας ηκροώντο εν κατανυκτική χαρά του άσματος: Χριστούγεννα! Πρωτούγεννα! Πρώτη γιορτή του Χρόνου! Εβγάτε, ακούστε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται. Γεννιέται κι' αναθρέφεταιτο γάλα καιτο μέλι. Το γάλα τρων' οι Άρχοντες το μέλι οι αντρειωμένοι.

Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· 320 «Και αν ιερογνώστης ήσουν συτην μέση των μνηστήρων, συχνά θα παρακάλεσες, θαρρώ, 'ς τα μέγαρά μου, της ποθητής μου επιστροφής η ώρα να μη φθάση, και απ' την γλυκειά γυναίκα μου συ τέκνα ν' αποκτήσης· όθεν τον πικρόν θάνατον δεν θα ξεφύγης τώρα». 325

Καθώς την είδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, αρκετά μακράν, άφησα τον δρομίσκον εις τον οποίον έτρεχα, και στραφείς προς δυσμάς ήρχισα να κατέρχωμαι, μέσω των αγρών, υπερπηδών αιμασιάς, χάνδακας, φραγμούς θάμνων και βάτων, σχίζων τας σάρκας μου, αιμάσσων χείρας και πόδας . . . Τέλος έφθασα πλησίον της ποθητής νύμφης των δασών. Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησεν εκείνης• «Θάρρευε, μάννα• του θεού δεν λείπ' εις τούτα η γνώμη• και όμωσε, αυτά να μη τα ειπής της ποθητής μητρός μου, πριν παρά να 'λθη η ενδέκατη κ' η δωδεκάτ' ημέρα, ή πριν αυτή ποθήση με και ακούση πως εβγήκα, 375 όπως μη φθείρη κλαίοντας την εύμορφην ειδή της».