United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έλα τώρα, αδερφούλα μου γλυκειά, να σου δείξω την όμορφη βασίλισσα, τη χρυσομάλλα Βερενίκη, μέσα στο φως του έβδομου ουρανού.... Κ' η φωνή του σβύστηκε γλυκά, σαν στάλαγμα νερού με στου νερού τον ύπνο. Η Μαρία έγυρε απάνω του και τα μεγάλα καταγάλανα μάτια της γίνανε συννεφιασμένοι ουρανοί και χύσανε καταρράκτες δάκρυα να σβύσουνε τη φλόγα πούκαιγε τον αδερφό της.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τα χείλη των προσκυνητών οι άγιοι δεν τάχουν; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τα έχουν να προσεύχωνται, προσκυνητά καλέ μου. ΡΩΜΑΙΟΣ Λοιπόν, ω δέσποινα γλυκειά, ό,τι τα χέρια κάμνουν ας κάμουν και τα χείλη μου·την δέησίν των κλίνε! Μην τ' αρνηθής, κι’ απελπισθούν εκεί οπού πιστεύουν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Οι άγιοι ακίνητοι ακούουν τας δεήσεις. ΡΩΜΑΙΟΣ Μείνε ακίνητη και συ, ενώ εγώ θα παίρνω εκείνο που σου δέομαι.

ΑΛΟΝΖ. Ποία αρμονία είναι τούτη! φίλοι μου, γροικάτε! ΓΟΝΖ· θαυμαστή, γλυκειά μουσική! Μπαίνουν διάφορες παράξενες μορφές, φέρνοντας ένα γιώμα. Χορεύουν τριγύρω μ' ευγενικά προσκυνήματα, και αφού επροσκάλεσαν τον βασιλέα και τους άλλους να γευματίσουν, φεύγουν. ΑΛΟΝΖ. Φυλάξετέ μας, Ουρανοί! ποιοι ήσαν τούτοι; ΣΕΒΑΣΤ. Μία παράστασις από έμψυχες κούκλες.

Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβοςτην καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλάτης Νεράιδες να μη με ιδής.

Και τελευταία αμέσως εχαιρέτισε διά του μινυρισμού της την ανατολήν του ηλίου η γλυκεία χελιδών, η επανευρούσα κ' εφέτος την φωλεάν της άθικτον εις τα ιερά σκηνώματα, εις τον οίκον του Κυρίου, ως και εις τα καλύβια των χωρικών, και εις τας οικίας των αγαθών ανδρών της πόλεως.

Η φωνή που μου ανιστόρησε κ' εμένα, στον ήσκιο της καρυδιάς, μέσα στην άψη του Θεριστή, την ιστορία της Βοσκοπούλας με τα Μαργαριτάρια, ήτανε γλυκειά, μακρυνή και σβυσμένη. Ένας μεγάλος Ρήγας της Ανατολής απόκτησ' ένα μονάκριβο παιδί. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο Ρήγας το βασιλόπουλο. Χρόνια και χρόνια το περίμενε ο λαός του. Ο Ρήγας κινδύνευε να πεθάνη άκληρος.

Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Και το Βαγγελιό δεν είχε τον τύπο της έως τότε αρέσκειάς μου. Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχροινή, ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από τα είκοσι. Σαυτήν έβλεπα περισσότερο την έκφραση της ψυχής παρά της σάρκας την άψυχη λευκότητα κι αβρότητα. Στο εξωτερικό σύνολο του Βαγγελιού, στη στάση και στην κίνηση, στη φωνή, στο βλέμμα και το γέλιο παρουσιαζότανε μια γλυκειά και πονετική ψυχή.

ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν' ξεύρω με τι όνομα να σου ειπώ ποιος είμαι· το όνομα μου το μισώ, ω δέσποινα γλυκειά μου, διότι το εχθρεύεσαι. Γραμμένον αν το είχα, θα το εξέσχιζα εδώ. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τ' αυτιά μου μόλις ήπιαν ως τώρα λέξεις εκατόν από αυτό το στόμα, αλλά γνωρίζω την φωνήν. — Δεν είσαι ο Ρωμαίος; Δεν είσαι του Μοντέκη υιός; ΡΩΜΑΙΟΣ Κανέν από τα δύο, αφού εσύ δεν τ' αγαπάς, ω κόρη γλυκυτάτη.

Δεν ήτον όλως απόκρημνος η ακτή. Η παραλία τοιαύτη οίαν ηδύνατό τις κατά την ερεβώδη, την άναστρον και ασέληνον εκείνην νύκτα να την διακρίνη, θα ήτο γλυκεία και φιλομειδής υπό τας ακτίνας του φθινοπωρινού ηλίου, πριν πνεύση ο Εύρος ο εμφυσήσας την μανίαν του εις τα κύματα. Είς μόνος υψηλός βράχος υπήρχε, διατείνων εις την θάλασσαν τας ρίζας, όπου αμέσως εβαθύνετο το ύδωρ.