Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025
Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.
Τέλος επέστρεψεν εις την οικίαν άρρωστη. Η μήτηρ της, ανήσυχος, την επεμελήθη τρυφερά, Όλαι αι γιάτρισσαι της πόλεως με τα φάρμακα και τα ματζούνια ετέθησαν εις ενέργειαν. Αλλ' η φύσις δεν εβοήθει, και η κόρη εχειροτέρευε. Εις μάτην. Η γλυκεία νεάνις εχειροτέρευεν, απήρχετο το περίβλημα, κ' εγίνετο ψυχή.
ΚΛΕΑΝΘΗΣ Γλυκειά είν' η λέξι σ' αγαπώ, μα πώς να την πιστέψω; Την είπες και την άκουσα, Φιλίς μου, ξαναπές την. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Την είπα, Θύρσι, σ' αγαπώ. ΚΛΕΑΝΘΗΣ Ω! ξαναπές την πάλι. ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ναι, σ' αγαπώ και σ' αγαπώ και δεν το κρύβω, Θύρσι.
Πάει ο χορός στρωτός-στρωτός και το τραγούδι αγάλια: — Όλαις η κόραις τον γιαλού, η ώμορφαις Νεράιδες, Όλαις μαραίνουν λεβεντιαίς, μαραίνουν παλληκάρια, Και δεν φοβούνται γηρατειά και δεν φοβούνται χάρο. Κ' εμένα μ' εβαλάντωσε, με μάραν' η αγάπη, Μ' εμάραν' ένας κυνηγός κ' ένας καλός λεβέντης, Με το γραμμένο του κορμί με τη γλυκειά φωνή του.
ΔΑΦΝΙΣ Το μουγκρυτό του μοσχαριού γλυκό, και της 'γελάδας, και της φλογέρας η λαλιά γλυκειά, και του βουκόλου, όλα γλυκά, κ' εγώ γλυκά, γλυκά θα τραγουδήσω.
Ξάφνω το δάσος γέλασε και μ' άνθη έχει γεμίσει· ω μάγισσα που μιαν αυγή στα μάτια σου πεθαίνει, στον έρμον τόπο ηχώ παλιά, ηχώ γλυκεία αναστένει το πεθαμένο γέλιο σου που βούισε σα μελίσσι και θρόησε ανάσα ανάλαφρη τα νιόβλαστα τα φύλλα.
Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.
— Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη από το νησάκι. — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ.
» Σ' εγνώρισ' απ' το βλέμμα σου « Τώρα, κι' τη λαλιά σου, « Σ' εγνώρισα, μανούλα μου, « Σ' εγνώρισα, γλυκειά μου, » Σ' εγνώρισα, και χαίρεται « Η θλιβερή καρδιά μου, « Μάνα μου. Τώρα ρώτα με » Για τάλλα τα παιδιά σου.
Λάμπουν τ' ασήμια του γαμπρού και τα χρυσά της νύφης Κ' η λαμπερή τους η ωμορφιά, σαν ήλιος, σαν φεγγάρι. Δεξιά ζερβιά παίζουν νουνός και βλάμης τ' άλογά τους, Κι' όλο κυττάν τα νηόγαμπρα κι' όλο χαμογελούνε. Πάει ο γαμπρός σαν αητός, ορθός, καμαρωμένος, Κ' η νύφη πάει σαν πέρδικα, γλυκειά, χαμηλομμάτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν