United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πρέπει να τον αγαπάτε πολύ. ΜΙΣΤΡΑΣΈκαμα, κυρά μου, ό,τι μπόρεσα, καθώς είδατε. Όταν έγεινε το κ ά ζ ο εσείς είσαστε πέρα στο νησάκι με τον Τάσσο και την κόρη του. Έκανα ό,τι μπόρεσα σ' αυτή τη δυστυχισμένη και αφού ειδοποίησα όσους μπόρεσα να κρατήσουνε το πράμα μυστικό, έτρεξα κατευθείαν στο νησάκι. Σας επήρα.

Τώρα τα μάγια μου είν' όλα χαλασμένα, και δεν έχω παρά τη δική μου δύναμη, και αυτή είναι ολίγη. Τώρα είναι βέβαιο ότι στην εξουσία σας στέκεται να με περιορίσετε εδώ ή να με στείλετε στη Νεάπολη. Αφού εξανάλαβα τη δουκαρχία μου, και εσυγχώρεσα τον επίβουλο, ας μη με κλείση εις τούτο το γυμνό νησάκι η μαγεία σας· αλλά λύστε με με τα καλά σας χέρια.

...Ανέβαινε ολοένα πυρωμένος ο ήλιος, φλογερός. Εζέστενε όξω τις στεριές, εξάστραφτε μέσα στα πέλαγα, έσβυνε και τον φαρδύν τον ίσκιο του Ταΰγετου. Εξύπνησε και τους τζιτζικάδες μέσα στο νησάκι, δίπλα μας, που καθισμένοι πάνω στις αμυγδαλιές μας εγλεντούσαν με τα τρυφερά τραγούδια τους.

Και είπε πάλι ο Αγαπημένος: — Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Τα μάτια της αγαπημένης μου είναι ο πιο πλατύς Ωκεανός. Και μέσα στα βάθη του πλέει άφθαστο ένα χρυσοπράσινο νησάκι. Τι χρειάζεται η πλατειά Θάλασσα στην αγάπη μας; Κι' ο Θεός άκουσε τα λόγια του Αγαπημένου. Και η πλατειά θάλασσα στέρεψε κάτω απ' τα πόδια τους. Οι δυο αγαπημένοι ξαπλώθηκαν απάνω στη μαλακιά χλόη.

Αφρίζων αύλαξ εσχηματίζετο 'πίσω από το ακάτιον, το οποίον εις ολίγα λεπτά έφθασε με τους δύο πέρα εις το νησάκι όπου απεβιβάσθησαν. Το νησάκι είχε χώρον διά να χορεύσουν μόνον δύο άνθρωποι.

Ούτε φύλλο εσάλεβε στο νησάκι πάνω, ούτε πνοή εφυσούσε μέσα στο στένωμα. Αζάρωτο ποτάμι μαγικό, εγλυκοκοιμώταν μες τ' αθώρητα τα βάθη του τα μυστικά, περικλεισμένο γύρωθε ανάμεσα στα βράχια του νησιού και της στεριάς τις ξέρες.

Εγλυκογεράνιζαν κάτω από της αβγής τα μαλακά και διάφανα ροδόφωτα· εγιάλιζαν απαλά, εξάστραφταν κι αγκάλιαζαν μέσα στους διάπλατους τους κόρφους τους, μυριόχρωμους τους ίσκιους από τις βαριές πέρα ακροπελαγιές, κι από ταμουδερά δώθε τα κυμοθάλασα. Εφέβγαμε κ' εμείς, γλυστρούσαμε, ετρέχαμ' ολοένα. ...Στο πανώριο νησάκι της Τίκλας μας απόξω, θα ψαρέβαμε. Επήραμε τον κάβο του νησιού.

Δίπλα μας τακρογιάλια, βαθύτερα απάνω τα χωράφια και τα λιοτόπια εκοιμώνταν μαγικά κι ονειρεμένα, χωμένα κι αφτά μες στους βαθιούς τους ίσκιους τους. Εδιαβαίναμε τόρα ανάμεσα τους κάβους του Αγιανιού και στο νησάκι. Ακίνητος εδώ, διάπλατος ποταμός απλωνόταν το στένωμα. Ορθόκορμο από τη μια μεριά το χλοερό νησάκι, έκοβε της ξεπνοϊσμένης νυχτομπασιάς το δροσερό το φύσημα, μες απ τα πέλαγα ταπέραντα.

Νησάκι κατάφυτον, σκιερόν νησάκι, νησάκι εύμορφον. Και τώρα ακόμη, θαρρώ πως δεν υπάρχει άλλο ευμορφότερον. Μακρόθεν, φαίνεται σαν ψεύτικο. Σαν θαλασσογραφία. Από κοντά, φαίνεται σαν αληθινό. Σαν ζωντανό. Νησάκι με ψυχήν, με πνοήν, με μάτια, με στόμα νησάκι. Όποιος είναι επάνω, θαρρεί πώς είναι εις τον Παράδεισον.

Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη από το νησάκι. — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ.