Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Εγώ δεν ηξεύρω τίποτε, ω βασιλέα μου, απεκρίθη ο βεζύρης, μα με όλον τούτο που αυτός φαίνεται πολλά ευτυχής, δεν ήθελα τολμήσει να σε βεβαιώσω, ότι αυτός βεβαίως θα είνε έτσι. Θέλω να βεβαιωθώ, επάνω εις τούτο, εφώναξεν ο βασιλεύς, διά να ιδώ την αλήθειαν, και να σε βγάλω ψεύτην.
Τελειώνοντας ο Καλίφης αυτό το γράμμα έμεινε έξω από τον εαυτόν του διά την γενναιότητα του Αμπτούλ, και τότε ωμολόγησεν ότι αδίκως τον εκατάκρινε τόσον αυτόν, όσον και τον Βεζύρην του, και με πολύν αναστεναγμόν εφώναξεν.
Η γυνή μετά τινα σιωπήν απήντησε: — Δεν ξέρω κ' εγώ, αν θα κοιμηθώ απόψ' εδώ ή όχι!... Ο ίδιος θα μου 'πή... Εγώ τάχω αλλού τα ρούχα μου... Αυτά που βλέπεις δεν είνε ρούχα... Να τον ιδώ μόνον και μπορεί να με οδηγήση αλλού να φύγω... — Δεν είνε ρούχα, αμμή, τι είνε; εφώναξεν η Δημητρούλα.
Αχ, τι ανόμημα εφώναξεν, είνε τούτο! αχ, θυγάτηρ μου, πόσον είσαι άνομη; ω ουρανέ, τώρα καταλαμβάνω πως είναι μάταιον το να γυρεύη τινάς να αποφύγη από τα εναντία που του φυλάγονται· το προγνωστικόν της Σχυρίνας είναι τελειωμένον, και καθώς βλέπω ένας επίβουλος την επλάνεσε και την απάτησε.
Α! ενθυμούμαι! θα είνε απ' εκείνα, που μας έφερε ταις προάλλαις εις το σχολείον ο Αλέξανδρος. — Σας έφερε εις το σχολείον ο Αλέξανδρος! εφώναξεν έντρομος η μήτηρ μου. Και τα επιάσατε σεις εις τα χέρια σας; Μη παιδί μου! μη, να σε χαρώ! Μην πιάσης ποτέ χαρτιά! Είνε αφανισμός! Είνε κατάρα! Αυτά τα χαρτιά κατήντησαν τον πατέρα του Σοφή εκεί που τον κατήντησαν.
Αλλ' εις την χήραν εφάνη ούτω ωραιότερος, διότι ήτο ανδρωδέστερος και η δασύτης ενέτεινε την ρωμαλέαν εντύπωσιν, ήτις κυρίως την συνεκίνει και την έθελγε. — Είντα κάνει το Μαρούλι; εφώναξεν ο Μανώλης άμα την είδε. Πούνε; Αλλά το Μαρζούλι είχεν ήδη απέλθη εις της θείας της. — Κ' είντα λέει; επανέλαβεν ο Μανώλης. Δε με θέλει ακόμη; — Τα ίδια. Πνίγεται, σκοτώνεται, δε θέλει.
Ο Ρουσκάδ εις τον ίδιον καιρόν της εφανέρωσε και αυτός το όνομά του, και εδιηγήθη το συμβεβηκός του με την έλαφον. Δεν είχεν αυτός ακόμη τελειώσει την ιστορίαν του, και ιδού βλέπουν άνθρωπον μεσιακής ηλικίας καβαλλάρην που βιαίως έτρεχεν. Αυτός ήτον σχεδόν γυμνός, και απέρασε τόσον από σιμά τους, που η βασίλισσα τον εγνώρισε και ευθύς εφώναξεν. Ω ουρανέ, αυτός είναι ο άνδρας μου.
— Μετά χαράς, είπεν ο ξενοδόχος, και υπήγε με το ποτήρι εις την γραίαν, η οποία ήτο στυλωμένη εις το κάρον. — Ο εγγονός σου μου είπε να σου φέρω νερόν, εφώναξεν ο ξενοδόχος. Η αποθαμένη γραία ούτε απεκρίθη, ούτε εκινήθη. — Δεν ακούεις; εφώναξεν ο ξενοδόχος με όλην του την δύναμιν. Ο εγγονός σου σού στέλλει το ποτήρι τούτο!
Ω βασίλισσα, εφώναξεν ο Ρουσκάδ, ευθύς που είδε την Κεριστάνην, αξιώθηκα το λοιπόν διά να σε ξαναϊδώ, εις καιρόν που δεν ήλπιζα να είμαι πλέον εις την ενθύμησίν σου; Όχι, Ρουσκάδ, απεκρίθη η Κεριστάνη, μη στοχάζεσαι πως το μάκρος του καιρού με έκαμε να σε αλησμονήσω· εγώ πάντα σε είχα εις την καρδίαν μου, μα εκαρτερούσα να δοκιμάσω αν μου ήσουν πιστός· και τώρα που σε εκατάλαβα διά πιστόν, έκαμα και σε έφεραν εδώ διά να χαρούμεν κατά τον πόθον μας· και θέλω σήμερον να πληρώσω το τάξιμον, που σου έκαμα, διά να σε λάβω νόμιμόν μου άνδρα.
Ω δίκαιε ουρανέ, εφώναξεν ο βασιλεύς εις τούτην την ομιλίαν· τι είνε τούτο που αγροικώ; σε εξορκίζω, ω αγάπη μου, μετάβαλε ετούτην την απόφασιν, το μετανοώ πως έλειψα από τον λόγον μου, σύγκλινε εις το να με συμπαθήσης, και σου τάσσω μεθ' όρκου, ότι εις το εξής να μη λάβης αιτίαν και κακοευχαριστηθής από εμένα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν