Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Συγχρόνως ηκούσθη κρότος έξωθεν, κ' ευθύς κατόπιν μία φωνή. — Γρηά! . . . Γρηά! . . . κοιμάστε; Ήτον ο Λυρίγκος, κ' εκάλει την πενθεράν του. Η γραία εγνώρισε την φωνήν, εσηκώθη κ' έτρεξεν εις την θύραν. — Έλα να μου δώσης ένα χέρι, εφώναξεν ο Λυρίγκος. Ο παραγυιός λείπει κ' είμαι μονάχος.

Αλλοίμονον! εφώναξεν η σακκορράφα. Τι ήτο τούτο; Θα κακοπάθω! Αλλά δεν έπαθε τίποτε. Έπεσε μόνον από το αυγόν και εστρώθη κατά γης, και ίσως ακόμη ευρίσκεται εκεί όπου είχε πέσει. Δύο χωρικοί συνονόματοι εκατοικούσαν ένα καιρόν εις το ίδιον χωρίον. Το όνομα και των δύο ήτο Κ λ ώ σ ο ς. Αλλά ο ένας είχε τέσσαρα άλογα, ο δε άλλος έν και μόνον.

Ω ψεύτικοι φίλοι, εφώναξεν ο Κουλούφ! η ανευχαριστία σας και το σκληρόν σας φέρσιμον πολλά με παιδεύει, που εστάθηκα πολλά άφρων εις το να στοχασθώ ότι εσείς, μου είσθε αληθινοί φίλοι.

Το οξύ βλέμμα του Πέτρου πρώτον παρετήρησε ταύτην, και ούτος εφώναξεν, «Διδάσκαλε ίδε η συκή ην κατεράσθης εξηράνθη». Οι μαθηταί εστάθησαν να την κυττάξουν και εν τη εκπλήξει των επί τη ταχύτητι μεθ' ης η καταδίκη επληρώθη ηρώτησαν πώς έγεινε τούτο.

Και ο κήρυξ εφώναξεν ανά τας οδούς ότι, όστις ήθελε κατά τα πάτρια πάντων των Βοιωτών να συμμαχήση, να έλθη και αποθέση τα όπλα του πλησίον των ιδικών των, διότι ήλπιζον ότι διά του τρόπου τούτου ευκόλως ήθελεν υποταγή η πόλις.

Ο Κουλούφ έτρεξεν υστερότερα εις την γυναίκα του, και της εδιηγήθη τα όσα του ηκολούθησαν, και της έδειξε και την επιστολήν που έγραψεν ο Μασούδ. Η Δηλαρά τότε εφώναξεν από την χαράν της· ω δίκαιε Ουρανέ, εσένα πρέπει να ευχαριστήσωμεν, που μας επρόφθασες με τούτο το παράδοξον συμβεβηκός, και έλαβες ευσπλαχνίαν δι' ημάς που με το θέλημά σου μας ένωσες.

Και τελειώνοντας η διορία δεν εστάθη κανείς που να παρουσιασθή έμπροσθέν του· ώστε που εφαίνονταν όλοι πως απερνούσαν συμφώνως με τον βεζύρην. Βλέποντας ο βασιλεύς πως κανείς άνθρωπος δεν επαρουσιάζονταν έμπροσθέν του, έμεινε πολλά θαυμασμένος. Δεν ημπορώ να καταλάβω, εφώναξεν αυτός, ότι εις όλην την Δαμασκόν τοιαύτης λογής μεγάλην, να μην ευρεθή ένας ευχαριστημένος.

Εις αυτά τα λόγια, που η Ρεστίνα τα ήκουσε με ανυπομονησίαν, αντίκοψε τον Καπετάνιον· τι μου μιλείς εσύ; ήθελα να ηξεύρω, εφώναξεν αυτή· εγώ δεν εστάθηκα ποτέ σκλάβα, είμαι ελεύθερη, και δεν είνε κανείς που να έχη εξουσίαν διά να με πουλήση.

Του εφαίνετο, ότι είχεν ακούσει τον θόρυβον συνδιαλέξεως, αλλ' όταν ήνοιξε τους οφθαλμούς, η Λίγεια δεν ήτο πλέον πλησίον του. Ο Ούρσος σκυμμένος προ της εστίας ανεκίνει την φαιάν τέφραν αναζητών ανημμένην ανθρακιάν, έπειτα υπεδαύλισε τα κάρβουνα και το φύσημα των πνευμόνων του είχε την δύναμιν φυσητήρος. Ο Βινίκιος του εφώναξεν: — Ε, δούλε!

Ο Κατής εις τούτα και εις την θεωρίαν της ωραιότητος εκείνης έμεινε σκοτισμένος· μα την θυσίαν του βουνού της Μέκκας, εφώναξεν, εγώ δεν βλέπω εις εσέ κανένα ελάττωμα· το μέτωπόν σου ομοιάζει μία πλάκα ασήμι· τα φρύδια σου δύο δοξάρια, τα μάγουλά σου δύο τριαντάφυλλα, τα μάτιά σου δύο διαμάντια και κοντολογής είσαι μία Θεά.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν