Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Διά της φαντασίας επανείδα το μεταξύ των δύο οικίσκων διάστημα και τας δύο συνεσφιγμένας μορφάς, κρυπτομένας όπισθεν του κορμού αναμέσον του ελαιώνος. Με κατέλαβεν αόριστός τις επιθυμία να είπω τι, να επιφέρω μεταβολήν τινα εις την σύνθεσιν του αποσπάσματος μου, αλλ' ο αρχηγός μάς εφώναξεν «Ώρα καλή παιδιά», και ηρχίσαμεν την κατάβασιν.

Ακούς, μου στέλνει, λέει; Και λίραις και συχνάτσαις! εφώναξεν η Ξενιώ, ώστε η φουρνάρισσα ενωτισθείσα, εστράφη αποτόμως, ως διά να ίδη της λίραις, και έρριψε κάτω από το πτύον έν ψωμίον, μέσα εις τα φρύγανα των ξηροκλάδων.

Εκείνος λοιπόν, τον οποίον ανέφερα, περιέγραψε και τραύματα λίαν παράδοξα και θανάτους αλλοκότους, ως λ.χ. ότι κάποιος πληγωθείς εις τον μεγάλον δάχτυλον του ποδός αμέσως απέθανε και ότι μόνον διότι εφώναξεν ο στρατηγός Πρίσκος είκοσι επτά εκ των εχθρών απέθαναν. Ακόμη δε και εις τον αριθμόν των νεκρών και παρά τας επισήμους εκθέσεις εψεύσθη.

Ο ήλιος όστις κατέλαμπε τα φύλλα, έκαμνε να γυαλίζουν και τα κομβία της στολής των τα προ μακρού χρόνου αγυάλιστα. Ήσαν οι χωροφύλακες. Πάραυτα η Φραγκογιαννού έστρεψε τα νώτα προς τον Γιάννην τον Λυρίγκον, κ' έτρεξε προς την ρίζαν του πετρώδους βουνού, προς δυσμάς. Ο βοσκός εφώναξεν έκπληκτος·Πού πας, θεια Γαρουφαλιά; — Σιώπα! παιδί μου του εσύριξεν έντρομος η γυνή, αν αγαπάς τον Χριστό!

Ενώ δε ταύτα εγίνοντο, ο Γεροστάθης ήρχισε να καταβαίνη τον λόφον, τρέχων προς βοήθειαν των μικρών αυτών φίλων, και παρακολουθούμενος παρ' όλων ημών. Αλλ' ότε είδομεν τον θρίαμβον του Ανδρέου, και την σωτηρίαν του Φιλίππου, ο Γεροστάθης χειροκροτών εφώναξενΕύγε! Εύγε, Ανδρέα! ημείς δε πλήρεις χαράς ετρέξαμεν προς τον Ανδρέαν και τον Φίλιππον.

Αυτό θα το κάμη! είπεν ο Ρούντυ. «Αύριον θα το έχω! αύριον είσαι εντελώς 'δική μου! η δική μου, γλυκειά μου γυναίκα!» — Το ακάτιον! εφώναξεν αιφνιδίως η Μπαμπέττα. Το ακάτιον, το οποίον έπρεπε να τους επαναφέρη, ελύθη και απεμακρύνθη από το νησάκι. — Θα το επαναφέρω! είπεν ο Ρούντυ.

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Αυτές δεν μας εκύτταξαν πλέον, παρά με οφθαλμούς γεμάτους από θυμόν· Αχ, τρισάθλιοι, εφώναξεν η θυγατέρα του βασιλέως, με τέτοιον τρόπον ανταποκρίνεστε εις τες ευεργεσίες μου; δεν ηξεύρετε πόσην ζημίαν ημπορώ να σας κάμω εις μίαν στιγμήν; αχάριστε, μου λέγει εμένα, έχεις τόσην τόλμην να λάβης τόσον ολίγον σέβας εις τα σημεία της αγάπης που σου εφανέρωσα; τι ευρίσκεις εσύ εις εμένα, που να ημπορή να σου προξενήση εναντίωσιν; έχω εγώ κανένα έγκλημα επάνωθέν μου, που να σε κάμη να με μισήσης;

Αίφνης ισχυρά βοή ετάραζε την ηρεμίαν του σπηλαίου· φωναί, γέλωτες, τραγούδια αντήχησαν και μετ' ολίγον εισώρμησαν από μιας σχισμής οι μήνες όλοι εν ευθυμία. — Μάρτη! ορέ Μάρτη, κρασί! εφώναξεν ο Θεριστής, κρατών το κυρτόν του δρέπανον εις τον ώμον και εις την κεφαλήν φέρων το ψιαθωτόν κάλυμμά του.

Υπεσχέθην, αλλ' ελησμόνησα την υπόσχεσίν μου. Τον συνήντησα εκ νέου και μου παρεπονέθη ότι τον ελησμόνησα. Άλλην δε ημέραν, καθ' ην με είδε διερχόμενον εις το αυτό μέρος και η δούλα ήτο πάλιν εις το παράθυρον, μου εφώναξεν εξ αποστάσεως: — Ακόμη να γράψης για το θέατρο. Κάμε μου τη χάρι να γράψης δυο λόγια. Στη μπαρούτη πούχομε φάει μαζή στην Κρήτη!

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν