United States or Uruguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λυγερή! — Καλώς μου τον λεβέντη! — Τι νάναι αυτό το κέντημα; — Του γάμου μας το δώρο, Που θα σου δώσω, Κωνσταντή κι’ αρραβωνιαστικέ μου, Την Κυριακή του γάμου μας την άγια εκείνη ημέρα, Που θα μας βάλη ο παπάς τα τίμια μας στεφάνια, Μπρος στο Βαγγέλιο το ιερό και μπρος την Παναγία, Και στον αφέντη το Χριστό και σ’ όλους τους Αγίους. Ιδέ και πε μου, Κωνστανή, καμάρι της καρδιάς μου.

Καθώς, λόγου χάριν, εις τας εκλογάς, σαν καλή ώρα, είπεν ο Λάμπρος ο Βατούλας, όπου βάζουν στοίχημα ότι θα βγη εκείνος τον οποίον θέλει ο καθένας. — Ίσαίσα! είπεν ο Μανώλης. Λοιπόν, δεν είνε καλό να βάλουν οι δυο τους, τώρα μπροστά μας, ένα στοίχημα; — Σαν τι στοίχημα; — Να στοιχηματίσετε, συ, κουμπάρε Γιάννη, ότι θα κερδίση το δικό μας κόμμα, και συ, Κωνσταντή, ότι θα κερδίση το άλλο κόμμα.

Σου αρέσουν τα κεντήματα; Σου αρέσει το μαντήλι; Μαρτύρους βάνω το Χριστό και τη Κυρά Παρθένα, Ότι σου τ’ ωριοκέντησα με την καρδιά μου όλη.... Όπως δε θα είταν ικανή καμμιά άλλη να το κάνη.... Πε μου σου αρέσει, Κωνσταντή, τ’ ωριόπλουμο μαντήλι;— Ρίχνει τα μάτια ο Κωνσταντής απάντω στα κεντίδια, Κυττάζει και θυαμαίνεται της κόρης την αξιάδα.

Εκινδύνευε ν' αποθάνη από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλού και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν.

Είχε και μίαν κόρην, την Αλεξανδρώ, την οποίαν είχεν υπανδρεύσει προ τριών ετών, νέαν είκοσιν ετών με τον Κωνσταντή τον Ντάναν. Και εις αυτήν είχε δώσει καλά μαθήματα, και την έκαμε να είνε από πολλάς συνομηλίκους της φρονιμωτέρα.

Οπού δεν έχει ταίρι της σ’ Ανατολή και Δύση Στην ωμορφιά και στην τιμή, στη γνώση και στο ξόμπλι... Κυττάζει, συλλογίζεται και δεν απολογιέται, Σα ναύρισκε ένα φταίξιμο, κάποιο βαρύ ψεγάδι, Μες στ’ άπειρα κεντήματα, τα χιλιοξομπλιασμένα, Κι’ η Κόρη από τη βιάση της και τον πολύν καημό της, Του λέγει με ανυπομονησιά και με κρυφή λαχτάρα : — Μη δε σου αρέσει, Κωνσταντή, του γάμου το μαντήλι;

Εγώ βάζω το γάιδαρό μου! ανέκραξεν ο Γιάννης της Χρυσάφους. — Κ' εγώ το βώδι μου! εφώναξεν ο Κωνσταντής ο Καλόβολος. — Ο γάιδαρός σου ας έχη ζωή, κουμπάρε Γιάννη, και το βώδι σου σού χρειάζεται διά να ζήσης, Κωνσταντή Καλόβολε.

Ο μικρός ναύτης ο Τσάτσος είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτεξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανή εις την οικίαν από πέρυσιν, από την ημέραν του γάμου.

Εγώ δεν είμαι και τόσο φευγάτος απ' τα θεία, παππά, είπε παραπονετικώς ο Στάθης. — Εσύ έχεις κάποια μικρή διαφορά, . . . Μα ακόμα, ακόμα . . . — Έχουμε ταμμένα, μαζί με τον Κωνσταντή τον Άγγουρο, να ξανακτίσουμε και την εκκλησίτσα τ' Άι-Παντελέημονα . . . Την είχεν ονειρέψει του Κωνσταντή η γυναίκα. — Άμποτε, ο Θεός να σας αξιώση, είπεν ο ιερεύς.

Ευτυχώς και τας τρεις φοράς ουδέν έπαθε το ξύλινον σώμα, εφ' ου εξεθύμαινε πάντοτε η παράδοξος ιδιοτροπία του καπετάν Κωνσταντή.